Monday, December 25, 2006

το χωριό των καλικάτζαρων # 4 (φινάλε)


Αγχωμένος, αφού σε 9 μέρες ήταν η μοιρασιά, πήγε στο εργαστήριο των παιχνιδιών για να μαζέψει τα δώρα στο τεράστιο τσουβάλι του. Για κακή του όμως τύχη, δώρα συσκευασμένα δεν υπήρχαν, μιας και οι καλικάντζαροι είχαν ξεκινήσει την αποχή τους.
Τότε ο Μάστρο Μπίλιας, δίχως δεύτερη σκέψη άρπαξε ένα μαστίγιο και υπό την απειλή του, έβαλε τους καλικάντζαρους να ομολογήσουν ποιοι πρωτοστάτησαν στο μπάχαλο.

Οι καλικάντζαροι παρά όλες τις πιέσεις δεν έβγαλαν άχνα.
Το μόνο που σκεφτόντουσαν ήταν, πως η αποστολή δεν είχε την πλήρη επιτυχία και πως ο παχύσαρκος τύραννος είχε ήδη βρει τρόπο να ολοκληρώσει την μοιρασιά.
Έτσι σκέφτηκαν να στείλουν στη γη τον Πίκου και την Τίκου (τους παλιούς) για το μεγάλο κόλπο.

Το ίδιο κιόλας βράδυ οι δύο επίλεκτοι ετοίμασαν τις βαλίτσες τους,
και την ώρα που ο Μάστρο Μπίλιας έπινε το βραδινό του ρόφημα, (βραστός ιδρώτας καλικάντζαρου με γάλα ταράνδου), ο Πίκου και οι Τίκου πετάχτηκαν από το παράθυρο και πιαστήκαν από την κόγχη ενός αστεριού, που βρισκόταν σε πτωτική πορεία μέσα στην αστεροκαταιγίδα.

Τα αστέρια έπεφταν… κι έπεφταν… κι έπεφταν…
Στο διπλανό αστέρι, ένας ποιητής, ονόματι Δημήτρης τραγουδούσε το πασίγνωστο άσμα με τίτλο ¨ράιντερς ον δε στορμ¨.

Σε κάποια τέρμινα προσγειώθηκαν στον πλανήτη Βρυξέλιους.

Αφού ξεσκονίστηκαν από την αστερόσκονη,
τράβηξαν για τον μεγάλο ναό των ντόπιων κατοίκων.

Των επονομαζόμενων: Ανθρώπων.

Με συνοπτικές διαδικασίες, συναντήθηκαν με το διαπλανητικό διπλωματικό σώμα των ανθρώπων ζητώντας τους βοήθεια. Μια ολόκληρη βδομάδα διήρκησαν τα συμβούλια, ως που την όγδοη μέρα κατέληξαν στην οριστική απόφαση. Οι άνθρωποι θα συλλαμβάνανε τον Μάστρο Μπίλια ως τρομοκράτη αλλά υπό έναν όρο,
η καινούργια διοίκηση του χωριού δεν θα ήταν καλικάτζαρος αλλά άνθρωπος.
Οι 2 καλικάντζαροι σκέφτηκαν πως μπροστά στην καταπίεση
του δυνάστη δεν είχαν να χάσουν κάτι και έτσι λοιπόν δέχθηκαν.

Η μέρα των Χριστουγέννων ξημέρωνε.
Οι ουρανοί γέμισαν με πολεμικά αεροσκάφη και σε κάθε γωνιά του πλανήτη παραμόνευαν στρατιές ανθρώπων με αντιαρματικά.

Μόλις ο Μάστρο Μπίλιας έκανε την εμφάνισή του στον
ουρανό με το έλκηθρο και τα σκυλιά του(Αγιού Βερνάδου)
Ένα ελικόπτερο τον προσέγγισε και του ζήτησε την άδεια, το δίπλωμα και το δελτίο αποστολής των παιχνιδιών.
Ο Μάστρο Μπίλιας επικαλούμενος τα Θεία, τους έδειξε τα χαρτιά του.
Στη συνέχεια, του ζήτησαν τα τέλη κυκλοφορίας του ελκήθρου και τις συμβάσεις των υπαλλήλων του.
Μόλις ο ασπροτρίχης πήγε να τους τα δώσει, κάποιος από τους καραβανάδες άρχισε τα αλκοτέστ στους σκύλους.
Οι σκύλοι ήταν κόκαλο και ο Μάστρο Μπίλιας (πλέον) κρατούμενος στο κελί 33.

Τα κανάλια όλου του πλανήτη βούηξαν με οδοιπορικά και αφιερώματα στο μεγαλύτερο φιάσκο όλων των εποχών.»

«Και τελικά τι έγινε θείε Λεούρη;» Είπαν όλα τα πιτσιρίκια που είχαν μαζευτεί γύρω από το τζάκι.

«Τελικά μικροί μου φίλοι, έφυγε ο ένας τύρρανος και ήρθε ο άλλος.»

«Δηλαδή;» Ρώτησε η Πίκου τρώγοντας τα νύχια της από την αγωνία.

«Δηλαδή, η καινούρια διοίκηση του χωριού ήταν αυταρχικότερη. Όχι μόνο μας είχε σκλάβους, αλλά τα παιχνίδια που φτιάχναμε δεν τα χάριζε στα μικρά παιδιά, τα πουλούσε. Η ανεργία μεγάλωσε, μεγαθήρια τσιμεντένια φύτρωσαν στην καταπράσινη κοιλάδα μας για μαζική παραγωγή και άρχισε να υπάρχει πόλωση.»

«Τι σημαίνει πόλωση;»

«Πόλωση με απλά λόγια, σημαίνει ότι οι καλικάτζαροι χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα. Σε εκείνους που έτρωγαν πολλά ψίχουλα και σε εκείνους που πεινούσαν.»

«Και τότε τι έγινε θείε Λεούρη;»

«Τότε μικρή μου Πίκου, το ταχυδρομικό καλικατζοροπερίστερο Τοπ Γκανήζ μας έφερε ένα βιβλίο κάποιου οικονομολόγου φιλόσοφου. Ένα βιβλίο που ανέλυε τη συστηματοποιημένη τυραννία. Το μελετούσαμε για μήνες. Ήταν βλέπεις δύσκολο να το καταλάβεις.»

«Τι έλεγε αυτό το βιβλίο θείε;»

«Είναι δύσκολο να σας το πω ακριβώς. Το πιο σημαντικό από όλα ήταν πως μας εξηγούσε πώς να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας και να ανατρέψουμε το βάναυσο αυτό σύστημα.»

Ο Πίκου, όση ώρα είχαν αφοσιωθεί οι υπόλοιποι στην ιστορία, κατάφερε να λύσει τα σχοινιά και να ξαναχωθεί στον κύκλο χοροπηδώντας, ανατρέποντας για ακόμη μια φορά την κουβέντα

«Ρε μπάρμπα με τα ίδια και τα ίδια
μας έχεις κάνει τσουρέκια τα αρχίδια.
Τι είναι αυτές οι κουλτουριάρικες σου ιστορίες.
Μίλησε μας για αμαρτίες.
Δεν εξιχρονίζεις λίγο το στόρι;
Γέρο, sorry…
Βάλε λίγο αίμα, σπέρμα και χρήμα.
Μίλα μας για καλικατζαρογκάνκστα καταστάσεις
βαρεθήκαμε το ίδιο ποίημα. ΥΟ!»

Ο Σοφο-Λεούρηζ δεν έχασε την ψυχραιμία του και έδωσε απάντηση.
«Μικρέ μου Πίκου. Το να αναιρείς την ιστορία είναι δικαίωμά σου. Το να μην αφήνεις τους υπόλοιπους να ακούσουν είναι ασέβεια. Θα προτιμούσα από το να τραβάς έτσι στείρα τα βλέμματα πάνω σου με τα ελαφρολαϊκά σου τραγούδια, να καθόσουν στην παρέα μας ήρεμος. Αφού το ξέρω, πως με το μυαλό που διαθέτεις μπορείς!»
Τα λόγια του Λεούρη, βάλανε τον Πίκου σε σκέψη. Σε λίγη ώρα κιόλας κάθισε οκλάδων στον κύκλο και η ιστορία συνέχισε.

«Λοιπόν παιδιά, όπως σας έλεγα η ζωή με τον άνθρωπο στο σβέρκο μας ήταν ζόρικη.
Όχι όμως για πολύ.

Μια κρύα νύχτα που το φεγγάρι είχε κρυφτεί στα σύννεφα. Ξεσηκωθήκαμε και εισβάλαμε στο φρούριο ποδοπατώντας κάθε κατασταλτική ομάδα που έστειλε ο ¨αφέντης¨.
Κάναμε κατάληψη στο φρούριο και εισήγαμε καινούριους νόμους.
Τους νόμους της αγάπης.
Έτσι λοιπόν με αυτά και αυτά φτάσαμε στο τώρα.
Στη σημερινή μέρα, που η ελευθερία μας και η αγάπη μας κάνουν ευτυχισμένους.
Να είστε καλά φίλοι και φίλες που αφεθήκατε στο ποτάμι της ιστορίας μας.

Κάθε σας ευχή, να γίνει το φανάρι που θα συνοδεύει το πείσμα σας

Όλη η ταβέρνα μαζεύτηκε γύρω από το τζάκι και υπό τους ήχους του Τάκη, τραγούδησαν όλοι μαζί τους στίχους που κάποτε είχε γράψει κάποιος διάσημος υπόγειος μουσάτος.



«Αγαπάω κι αδιαφορώ,
και κρατάω τον κατάλληλο χορό.
Το λοιπόν,
θα αγαπάω κι εμένα, όπως κι εσένα.

Μην παρανοείς στα λόγια που ‘χω πει,
είναι η πιο απλή του κόσμου συνταγή».



ΔΙ ΕΝΤ.











Friday, December 22, 2006

το χωριό των καλικάτζαρων # 3


Ήταν αυτό που λέμε ημιμαθείς μέτριοι, και ως γνωστόν οι ημιμαθείς μέτριοι, δεν προσπαθούν να γίνουν καλύτεροι, αλλά προτιμούν να χαντακώνουν τους καλύτερους.»

«Αυτό γιατί συμβαίνει θείε Λεούρη;»

« Αυτό γλυκιά μου Τίκου, συμβαίνει γιατί οι ημιμαθείς νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα, ενώ ουσιαστικά δεν ξέρουν κάτι ολοκληρωμένο. Έτσι επαναπαύονται στη μετριότητά τους, που πολλές φορές δεν το καταλαβαίνουν, έως ότου έρθει κάποιος που γνωρίζει πραγματικά κάτι.
Τότε βλέποντας τον, αντιλαμβάνονται τι γίνεται και θυμώνουν με τον εαυτό τους. Επειδή όμως είναι τόσο μέτριοι και δεν έχουν μάθει να δέχονται την ευθύνη των πράξεών τους, προσπαθούν να εξαφανίσουν, να υποτάξουν τον άλλον για να κρύψουν την ασχήμια τους. Κατάλαβες μικρή μου;»

Η Τίκου γεμάτη απορία γυρνάει και κοιτάει τον Πίκου και αυτός ξεσπώντας σε γέλια
«Τι να καταλάβει θείε Λεούρη; Αυτή έχει I.Q ραδικιού. Είναι πιο βλαμμένη και από ένα κουκούτσι…χα, χα, χα»


Ο γέρο-σοφός τον διακόπτει.
« Γιατί την υποτιμάς αγόρι μου; Γιατί γίνεσαι μέτριος; Όλοι έχουμε δικαίωμα στην ερώτηση και καμιά ερώτηση δεν είναι χαζή ή ηλίθια. Ζήτα τώρα αμέσως συγνώμη από την Τίκου, αλλιώς δε συνεχίζω την εξιστόρηση.»

ο Πίκου γελάει.
«Χα, χα και τι να λέει; Θα πω εγώ την ιστορία.»

Ο Λεούρηζ που καταβάθος χαιρότανε με την ενέργεια που του μετέδιδαν τα πιτσιρίκια, ρώτησε
«Θα είχατε κάποιο πρόβλημα παιδιά μου να σας πει την ιστορία ο Πίκου που την έχει ακούσει τόσες φορές; Ίσως έτσι να παρατήσει ήσυχη την Τίκου. Απαντήστε μου υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»

« ΟΧΙ!!!» Απάντησαν όλα τα πιτσιρίκια.

«Ωραία» Ξεφώνισε ο Πίκου και πετάχτηκε όρθιος. Κάνοντας βόλτες πέρα δώθε και χαϊδεύοντας το πιγούνι του με ύφος φιλοσόφου
«Λοιπόν παιδιά πού είχαμε μείνει; Α, ναι…Δύο μέρες πριν την μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων, όπως την λέγανε τότε, οι γηραιότεροι Πίκου και Τίκου ντυμένοι νίντζα εισέβαλαν στο άνδρο του παχύσαρκου από την καμινάδα. Αφού γίνανε χάλια από την μαυρίλα της καπνοδόχου, αθόρυβα περιπλανήθηκαν στα πολύχρωμα δωμάτια, γυρεύοντας τα πιάτα των ταράνδων, για να ρίξουν μέσα παραισθησιογόνα βότανα που τους είχε προμηθεύσει ο Τζάνκηζ ο γηραιότερος.
Για καλή τους τύχη οι 2 ρουφιάνοι ήταν απασχολημένοι με ένα συζυγικό, συνηθισμένο και επαναλαμβανόμενο καβγαδάκι.

Μου τα φοράς μωρή άπληστη;

Τι στα φοράω ρε μαλάκα;
Τάρανδος είσαι, πότε θα το πάρεις απόφαση;

Μου τα φοράς μωρή άπληστη;

Τι στα φοράω ρε μαλάκα;
Τάρανδος είσαι, πότε θα το πάρεις απόφαση;

Μου τα φοράς μωρή άπληστη;

Τι στα φοράω ρε μαλάκα;
Τάρανδος είσαι, πότε θα το πάρεις απόφαση;

Όλοι το ξέρανε πως η Τ2, ξενοκοιμότανε που και που με τον Μάστρο Μπίλια που συν το πάχος του και τα κόμπλεξ του, ήτανε και κτηνοβάτης με παράδοξες απαιτήσεις. Ήθελε να βλέπει την Τ2 να φοράει γόβες στιλέτο και ζαρτιέρες, έχοντας βαμμένα κατακόκκινα χείλη…»

«Αυτά δεν είναι για την ηλικία σας…»
Είπε ο γερο- Λεούρηζ διακόπτοντας την αφήγηση.


Η κίνησή του αυτή εκνεύρισε τον Πίκου που χωρίς δεύτερη σκέψη, ύψωσε τον τόνο της φωνής του
« Α, θείε δε μας τα λες καλά! Κάθε φορά τα ίδια… πάνω που πάει να πέσει πούτσα μας λές ότι δεν είναι για την ηλικία μας. Ξέρεις τι βλέπουμε κάθε βράδυ στην καλωδιακή τηλεόραση;»

«Πίκου δεν σου επιτρέπω να μιλάς έτσι!!! Αν δε σέβεσαι εμένα, σεβάσου τις κοπέλες που κάθονται μαζί μας.»

« Ποιες κοπέλες ρε θείε; Αυτές εδώ που βλέπεις κάθε μέρα μου δίνουνε γλυκά για να τις αφήσω να πάρουνε στο στόμα τους τον στητό και τεράστιο γύπα μου. Πρώτη και καλύτερη η Τίκου»

Οι δηλώσεις του Πίκου ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων από τις καλικατζαρίνες που βρισκόντουσαν γύρω από το τζάκι. Αυτός όμως ήρεμος τις κοιτάει όλες και με στόμφο λέει
« Δε σας τον δίνω ρε!!! Είστε όλες σαβούρες. Πάρτε το απόφαααα….»

προτού όμως προλάβει να τελειώσει την ατάκα του, έχει βρεθεί με ένα μήλο στο στόμα και δεμένος χειροπόδαρα.

«Ίσως έτσι να είναι καλύτερα» είπε η Τίκου και κάθισε πάλι κάτω στο χαλί.
«Μπορούμε να συνεχίσουμε την ιστορία;»

ο Λεούρηζ σαστισμένος συνέχισε
« Πίκου δεν το περίμενα από εσένα. Ντροπή σου! Εύχομαι να μη ξανακούσουμε τις σεξιστικές σου ανησυχίες. Επιστρέφω στην ιστορία.

Ο γέρο Πίκου και η συντρόφισσά του λοιπόν, κατάφεραν να ρίξουν τα παραισθησιογόνα βότανα μέσα στο πιάτο των ταράνδων και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν από το παράθυρο, αθόρυβα όπως ήρθαν.
Την επόμενη μέρα οι Τάρανδοι δεν μπορούσαν να κουνηθούν. Είχαν πέσει ανάσκελα φορώντας τα ρούχα του Μαστρο Μπίλια και τραγουδούσαν

Είμαστε οι χορευτές του βυθού!
Χορεύουμε με νυφίτσες δύτες που και που.
Λουζόμαστε με με αντισκορική λοσιών.

Γαμάτο προϊόν - γαμάτο προϊόν.

Ο μαστρο Μπίλιας ταραγμένος από το θέαμα, τους κλείδωσε στο δωμάτιο αφού πρώτα πήρε τα ρούχα του πίσω. Στη συνέχεια κατέβηκε στο κελάρι του να μαζέψει τους εφεδρικούς του αχθοφόρους που ήταν τέσσερα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου και μπεκροπίνανε. Αγχομένος, αφού σε 9 μέρες ήταν η μοιρασιά, πήγε στο εργαστήριο των παιχνιδιών για να μαζέψει τα δώρα στο τεράστιο τσουβάλι του
.



κουμπί κοντίνιουντ σε 3 ντέιZ















Saturday, December 16, 2006

το χωριό των καλικάτζαρων # 2


Όση ώρα ο Λεούρηζ έκανε την πρόποση του και είχε συνεπάρει με τα λόγια του τους υπόλοιπους, ο Πίκου και η Τίκου άνοιξαν την πιατέλα και χώθηκαν μέσα τρώγοντας ολόκληρη την γαλοπούλα.
Οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες.
« Τι δουλειά έχετε εκεί μέσα; Γνωρίζεται πόσο κόστισε αυτή η γαλοπούλα;»
Είπε ο Σείληζ και η Τσόιζιτ συμπλήρωσε « πρέπει να τους τιμωρήσουμε!… ή μήπως όχι;»

ο Τζάνκηζ με ύφος νωχελικό
« Εντάξει ρε, τι να λέει ρε…; Πιείτε κάνα κρασάκι να χαλαρώσετε. Στην τελική τόσοι μεζέδες υπάρχουνε. Γιατί αγχώνεστε;»

Ο Σείληζ ακούγοντας τον Τζάνκηζ δεν άντεξε,
« Κοίτα ποιος μιλάει… αυτός που δεν έδωσε φράγκο για την γαλοπούλα. Πάω στοίχημα φίλοι μου ότι όλη την ώρα σκεφτόταν πως θα ψειρίσει κάνα μπουτάκι από την πιατέλα»

Ο Τζάνκηζ κοίταξε λοξά με τα κόκκινα μάτια του, βγάζει από την τσέπη του μια πίπα σκαλιστή, την γεμίζει με ένα τριμμένο βότανο και αρχίζει να φουμάρει.
Τα ντουμάνια του καπνού δεν άργησαν να σχηματίσουν ομίχλη στο δωμάτιο.
« Αν και θίγεις την προσωπικότητά μου σκατοτσιγκούναρε, σε γράφω στα αρχίδια μου! Έχω να ασχοληθώ με πιο σημαντικά πράγματα…»

Ο Πόετρηζ σηκώθηκε όρθιος και παραμερίζοντας τον καπνό
« Αδερφικές ψυχές, ας ανοίξουμε την καρδιά μας να φωλιάσουν μέσα της η αγάπη εξορκίζοντας τα αρχέγονα συναισθήματα της πείνας μας. Μια τόσο όμορφη νύχτα δεν αξίζει να γινόμαστε επαίτες της κακίας. Πάρτε μια βαθιά ανάσα και ξεχυθείτε σαν τους χυμούς ώριμων φρούτων πάνω στο τραπέζι, καταβροχθίζοντας τους μυριάδες μεζέδες που προσμένουν να ερωτοτροπήσουν με τον οισοφάγο μας.».

Δεν χρειάστηκε άλλη ατάκα. Το φαγοπότι ξεκίνησε, αφού όμως πρώτα κατέβηκαν από το τραπέζι και κάθισαν στις καρέκλες τους ο Πίκου και η Τίκου.
Για αρκετή ώρα δεν ακουγότανε τίποτα παρά μόνο ο ήχος των πιρουνιών και το τσούγκρισμα των ποτηριών.

«Ουουουουφ!!!!» Βγήκε μια συντονισμένη βαριά ανάσα από όλους, που στη συνέχεια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και κρατώντας τις φουσκωμένες κοιλίτσες τους ξεσπάσανε σε χάχανα.

Ο Λεούρηζ κρατήθηκε από την άκρη του τραπεζιού και σηκώθηκε όρθιος.
« Αξίζει να δώσουμε το πιο θερμό μας χειροκρότημα στη Ζοάν που για άλλη μια φορά, μας περιποιήθηκε με τις πεντανόστημες γεύσεις της. Σε ευχαριστούμε Ζοάν!»


Το χειροκρότημα ήταν τόσο πολύ δυνατό που ανάγκασε την μαγείρισσα να αφήσει την σεμνότητα στην άκρη. Σηκώθηκε και με δάκρυα συγκίνησης στα μάτια έκανε υπόκλιση στον κόσμο.
Ο Λεούρηζ που δεν είχε κάτσει, βάδισε με αργό βήμα προς το τζάκι και κάθισε σε μία κουνιστή καρέκλα.

Ήταν η ώρα που θα μαζευόντουσαν όσοι θέλανε, κυρίως τα πιτσιρίκια, να ακούσουνε τις ιστορίες του. Οι υπόλοιποι μάζεψαν το τραπέζι σε μια γωνιά, κάνοντας χώρο για να κάτσει ο Τάκης ο οχτάχερος ή αλλιώς ο οργανοπαίχτης ή αλλιώς ο κύριος 4μ. (μία μπάντα μόνος μου) για να παίξει με το μπουζούκι του, την κιθάρα του, το μπαγλαμά του και το πουλί του.
(Ένα πολύχρωμο εξωτικό πουλί που μόλις το χάιδευε στο κεφαλάκι του σφύριζε μελωδίες των τραγουδιών.)
Δεν άργησε να φουντώσει το γλέντι από τις πρώτες κιόλας νότες Όλοι άρχισαν να τσουγκρίζουνε τα ποτήρια τους, να χορεύουν σκοντάφτοντας πότε-πότε πάνω στα αφτιά τους και να τραγουδούνε.

Οέ, οέ τι θέλετε καλέ;
Οέ, οέ την αγάπη τραγουδάμε.
Οέ, οέ διακεδάστε μωρε.
Ελάτε στο γλέντι για την αγάπη ξενυχτάμε.

Ήταν το αγάπημένο τραγούδι του χωριού σε στίχους του Ποέτρηζ και μουσική του Τάκη. Το άσμα που άνοιγε κάθε γλέντι και γιορτή, εποχές τώρα.
Στην άλλη γωνία, γύρω από το τζάκι ο Λεούρηζ είχε μαζέψει τους Πίκου και Τίκου κι όλους τους άλλους μικρούς του φίλους και φίλες και ξεκίνησε μια ιστορία.
«Αγαπητά μου παιδιά, σήμερα δεν είναι απλά μέρα γιορτής, είναι η τοπική μας επέτειος για τα δέκα χρόνια απελευθέρωσης από τον τύραννο Μάστρο Μπίλια

« Πες μας θείε Λεούρη αυτό το παραμύθι για τον χοντρό, είναι γαμάτο» είπε ο Πίκου και έσκασε μια κλωτσιά στην Τίκου

«τι κλωτσάς ρε βλαμμένε;» αποκρίθηκε με τη σειρά της.
« έτσι, για να έχει γέλιο. Χα, χα, χα»

Ο Λεούρηζ πήρε πάλι τον λόγο.

«Πριν από πολλές εποχές, οι παππούδες σας δεν γλεντάγανε όπως κάνουμε τώρα, αλλά βρισκόντουσαν κάτω από τον ασφυκτικό κλοιό του παχύσαρκου κομπλεξικού, ασπροτρίχη μάστρο Μπίλια. Εκείνον που διαφέντευε πάνω στις πλάτες τους, υποχρεώνοντας τους να συσκευάζουν παιχνίδια εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο κάθε μέρα, χωρίς ένσημα ή ασφάλιση, δίνοντάς τους, μισθούς της πείνας. Στη συνέχεια τους έστελνε στον πυρήνα της γης να κόβουν το δέντρο της ζωής και αυτός να το παίζει άγιος στους θνητούς.

Οι καλικάτζαροι μη αντέχοντας άλλο την σκλαβιά ξεσηκώθηκαν και καθαίρεσαν με τρόπο πρωτοφανές τον Μάστρο Μπίλια.
Ήταν παραμονές των εορτών, καλή ώρα σαν και σήμερα, συνεννοημένοι μεταξύ τους δεν πήγαν να πριονίσουν το δέντρο της ζωής. Αντιθέτως συνέταξαν μια ομάδα κρούσης.
Η ομάδα κρούσης απαρτιζότανε από τον παππού και την γιαγιά του Πίκου και της Τίκου. Δηλαδή τον Πίκου και την Τίκου τους γηραιότερους. Δύο δεξιοτέχνες καλικάτζαρους. Η αποστολή ήταν σαφέστατη. Έπρεπε να βγάλουν τους προδότες, τα τσιράκια του χοντρού από τη μέση. Αυτοί δεν ήταν άλλοι από το ζεύγος των δύο ταράνδων (Τ1+Τ2).
Ο Τ1 που δεν μπορούσε να δεχτεί τη φύση του, και θεωρούσε πως η γυναίκα του ξενοκοιμάται και γι’ αυτό έχει ο ίδιος κέρατα. Και η Τ2 που έβαζε την πονηριά της ακόμα και στο πως θα αφήσει τα αέρια της, ώστε να μη γίνει αντιληπτή.

Γνώριζαν πολύ καλά τον μάστρο Μπίλια, αλλά με τον φόβο ότι θα τους πετάξει στον δρόμο, δεν μιλούσαν και προτιμούσαν να προδίδουν όποιον πήγαινε να σηκώσει κεφάλι.

Ήταν αυτό που λέμε ημιμαθείς μέτριοι, και ως γνωστόν οι ημιμαθείς μέτριοι, δεν προσπαθούν να γίνουν καλύτεροι, αλλά προτιμούν να χαντακώνουν τους καλύτερους.»

κουμπί κοντίνιουντ






















το χωριό των καλικάτζαρων # 1


Πολύχρωμα λαμπιόνια έχουν φωτίσει το χωριό των καλικάτζαρων. Τα σοκάκια έχουν πλημμυρίσει από τις μελωδίες, και οι καλικάτζαροι γεμάτοι χαμόγελα ανταλλάσσουν ευχές, δώρα και φιλιά κάτω από τον χριστουγεννιάτικο πλάτανο στο κέντρο της πλατείας, περιμένοντας να αλλάξει η εποχή.
Τι όμορφες στιγμές…Οι νιφάδες του χιονιού πυκνές και ασταμάτητες έχουν ντύσει στα λευκά τις σκεπές των μικροσκοπικών σπιτιών καθώς και τις αναψοκοκκινισμένες τους μυτούλες.
Οι καπνισμένες καμινάδες και η καμπάνα που χτυπάει εύθυμα, δημιουργεί ακόμη πιο χαρμόσυνη ατμόσφαιρα κι από αυτήν που νιώθουν τα παιδιά τέτοιες μέρες.

Μόλις η ώρα σήμανε δώδεκα τα πυροτεχνήματα γέμισαν χρώματα τον ουρανό σχηματίζοντας διάφορα σχέδια. Πότε καρδιές και φτερωτούς καλικάντζαρους και πότε πλανήτες και τροπικά δέντρα.

Όλοι είναι καθηλωμένοι και αφοσιωμένοι στο υπερθέαμα, κανένας δεν μιλάει με κανέναν. Το μόνο που ακούγεται είναι τα μπάμ-μπούμ από τα πυροτεχνήματα και τα επιφωνήματα θαυμασμού.
Οοοοοοοο, ααααα, μμμμμ… επιφωνήματα που ξαφνικά τα καλύπτει μια δυνατή αγριοφωνάρα
«Ποιος το έκανε αυτό; Να βγει μπροστά σε όλους και να ζητήσει συγνώμη… ΤΩΡΑ!!!»
Αφορμή του οποίου στάθηκε το τεράστιο
κίτρινο πέος, που σχηματίστηκε στον ουρανό από ένα πυροτέχνημα.


Λίγο πολύ όλοι γνώριζαν πως πίσω από αυτή την φάρσα κρυβόντουσαν ο Πίκου και η Τίκου, τα δύο σκανδαλοκαλικατζαράκια του χωριού, τα οποία εκείνη την στιγμή είχαν εξαφανιστεί από την πλατεία. Ύστερα από την τρομάρα των κατοίκων και την εκκωφαντική φωνή, σειρά είχαν τα γέλια και οι ατάκες, του στυλ

« Ελάτε, παιδιά είναι», «Ευτυχώς που η φαντασία δεν απουσιάζει από την γιορτή μας», « Άντε, ευτυχισμένη η νέα εποχή συμπολίτες καλικάντζαροι, πάμε σιγά-σιγά να τσακίσουμε τα φαγητά που μαγείρεψε με τόσο μεράκι η Ζοάν;».

Η Ζοάν ήταν η καλύτερη μαγείρισσα του χωριού. Μια καλικατζαρίνα που η ζωή δεν της είχε φερθεί και με τον πιο ευγενικό τρόπο αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν μια πολύ γλυκιά καστανομάλλα με όμορφα χαρακτηριστικά, ντυμένη μονίμως στα λευκά και παρόλα τα 45 της χρόνια, το γέλιο και η δίψα της για ζωή, χάριζε ελπίδα στους γύρω της. Κάθε εποχή τέτοια μέρα όλοι περίμεναν με ανυπομονησία τις λιχουδιές τις.
Οι κάτοικοι άρχισαν να αποχωρούν προς την κεντρική ταβέρνα του χωριού σε μπουλούκι. Ήταν όλοι εκεί, μαζεμένοι και μονιασμένοι. Βέβαια δεν ήταν δυνατόν να λείπει η τρελοπαρέα των 9 καλικάτζαρων.


Λεούρηζ ο σοφός γερο-καλικάτζαρος: Φιγούρα ζαρωμένη από τα σημάδια του χρόνου, 100 εποχών καλικάτζαρος με τεράστια αυτιά και πορτοκαλί μακριά γενειάδα που έπεφτε και κάλυπτε το ολόλευκό του ράσο με την κόκκινη ζώνη. Όλη η ιστορία του γένους, βρίσκεται καταγεγραμμένη στο κεφάλι του. Μπορεί να μελετάει για συνεχόμενες νύχτες και έπειτα να μεταβιβάζει τις γνώσεις του στους υπόλοιπους.

Ποέτρηζ, ο ποιητής, με τη γυναίκα του Φάνταζητ: το αξιολάτρευτο ζευγάρι του χωριού. Εκείνος 35 εποχών με σγουρό μαλλί, πράσινο παντελόνι και πορτοκαλί μπλούζα, γεμάτος χιούμορ και με απίστευτη αγάπη για το ταίρι του και τις λέξεις. Τα ποιήματά του είναι διεθνώς αναγνωρισμένα. Εκείνη 35 εποχών, πανέμορφη γυναίκα σαν νεράιδα με πολύ λευκή επιδερμίδα, πολύχρωμα εκφραστικά μάτια και μελαχρινά ίσια μαλλιά που πέφτουν και καλύπτουν τα γυμνά της στήθη. Δεν της αρέσουν τα πολλά ρούχα και φοράει μια διάφανη φούστα και από μέσα ένα κίτρινο μαγιό. Λατρεύει να κάνει ταξίδια παρέα με τον σύντροφο της που τόσο αγαπάει.

Τσόιζιτ η αναποφάσιστη: Η γλυκιά ύπαρξη αυτής της παρέας. 30 εποχών ανύπαντρη. Ξανθά μαλλιά με αφέλειες, μαγουλάκια για τσίμπημα και έντονες καμπύλες στο σώμα, οι οποίες διαγράφονται κάτω από το ροζ φόρεμα της. Μια ζωή ψάχνει τον ιδανικό έρωτα, πάντα όμως στο παρά πέντε δεν είναι σίγουρη για την απόφασή της.

Σέιληζ ο έμπορος: μεστωμένος καλικάτζαρος 60 εποχών με πονηρό βλέμμα και καραφλό κεφάλι. Μονίμως με τα πιο ακριβά ρούχα ντυμένος. Είναι αυτός που ασχολείται με τα οικονομικά και την συναλλαγή εμπορευμάτων. Δεν είναι κακός, απλά το επάγγελμά του τον αναγκάζει να παίρνει συγκεκριμένες αποφάσεις. Η ευτυχία του έγκειται στο πόσο καλύτερα θα πουλήσει το εμπόρευμά του.

Τζάνκηζ ο κοκκινομάτης: Αργόσχολός και αναβλητικός όσο δεν πάει, ακόμη και τα ρούχα του βαριέται να αλλάξει. 28 εποχών, ευαίσθητος, καχύποπτος και κλειστός στον εαυτό του. Πότε χαμογελαστός και πότε μουρτζούφλης. Το χιούμορ του και οι έξυπνες ατάκες του, τον καθιστούν αναγκαίο για την λειτουργία της καθημερινότητας. Κουράζεται με κάθε είδους εργασία πέρα από τον καθαρισμό και τον ανεφοδιασμό των βοτάνων. Του αρέσει να φουμάρει την σκαλιστή του πίπα και να φιλοσοφεί για την ζωή.

Τάκης ο οργανοπαίχτης : Ο πιο παράξενος όλων. 50 εποχών καλικάτζαρος με οχτώ χέρια και ντύσιμο γραφικότατο. Καφέ σακάκι και παντελόνι και μια τραγιάσκα καρό στο κεφάλι του. Ήταν ο μουσικός του χωριού, λιγομίλητος, νυχθημερόν μελετούσε συγχορδίες και συνέθετε τραγούδια. Το μεγάλο του ατού ήταν πως μπορούσε να παίζει ταυτόχρονα 4 όργανα. Το παρατσούκλι του ήταν ο κύριος 4μ. (μια μπάντα μόνος μου). Πίστευε πως η γλώσσα της ψυχής μπορεί να εκφραστεί και χωρίς λέξεις.

Την τρελοπαρέα των καλικατζάρων συμπλήρωναν τα δύο ζιζάνια που είχαν πάει στην ταβέρνα πριν από όλους. Ο Πίκου και η Τίκου
Έφηβα καλικατζάρια μεγαλωμένα στους δρόμους του χωριού. Η σκανδαλιά είναι αυτοσκοπός τους. Πανέξυπνα πλάσματα και παράλληλα γοητευτικότατα. Ο πρώτος αντιδραστικός σε ο, τι δεν του κάθεται καλά στο μυαλό, και η δεύτερη αρκετά ώριμη για την ηλικία της.

Όλοι οι κάτοικοι ένας προς μία μπήκαν στην ταβέρνα και κάθισαν στις καρέκλες γύρω από την τραπεζαρία 20 μέτρων με το κεντητό μπορντό τραπεζομάντιλο. Στο κέντρο υπήρχε η πιατέλα 2 μέτρων με τη γαλοπούλα, περιμετρικά τα ασημένια κηροπήγια, οι πορσελάνινες πιατέλες με τους αμέτρητους μεζέδες, οι νταμιτζάνες με το κρασί, τα τεράστια ποτήρια και πιάτα, και τα χρυσά μαχαιροπίρουνα.
Μόλις η Ζοάν έκανε να ανοίξει την πιατέλα, άρχισαν τα μακροβούτια των πιρουνιών, ποδοπατώντας ο ένας τον άλλον. Ο Λεούρηζ κράτησε προς στιγμήν την πείνα του και σηκώθηκε όρθιος ανυψώνοντας το ποτήρι του.
« Μπορώ να έχω για λίγο την προσοχή σας παρακαλώ…;»
όλοι γυρίσανε, τον κοιτάξανε και λόγο του σεβασμού που τρέφανε στο πρόσωπό του παρατήσανε τα πιρούνια.
« Μήπως λείπουν κάποιοι από την παρέα μας;»
Η Ζοάν έκλεισε την πιατέλα και μετρώντας τους πάντες απάντησε.
« Λείπουν τα δύο ζιζάνια Πίκου και Τίκου, Λογικά κάτι θα σκαρώνουνε, που θα πάει θα πεινάσουνε και θα έρθουν.»

Ο Λεούρηζ συνέχισε,
«Αγαπημένες μου υπάρξεις, παιδιά μου… θα ήθελα να αφιερώσω αυτή την μία και μοναδική στιγμή σε όλους μας που με το πείσμα και την συνέπεια των πράξεών μας, ζούμε ελεύθεροι από τους αγροίκους. Ευτυχισμένη η νέα περίοδος. Καλή μας όρεξη.»

Το σήμα είχε δοθεί και η Ζοάν έκανε πάλι την κίνηση να ανοίξει την πιατέλα.

Ο Ποέτρηζ κοιτάζοντας τη γυναίκα του Φάνταζητ είπε
«Μεταξένια μου αγάπη, φως και όαση στο έρημό μου σκοτάδι νιώθω ένα διακαή πόθο να φυλακίσω στα εσώτερα μου την ψημένη γαλοπούλα σβήνοντας τα πολυτάραχα γουργουρητά μου»

Με μάτια γουρλωμένα όλοι πήραν ξανά θέση εκκίνησης με τα πιρούνια παρατεταμένα. Η πιατέλα ανοίγει και… η επιδρομή αναβάλλεται.
Όση ώρα ο Λεούρηζ έκανε την πρόποση του και είχε συνεπάρει με τα λόγια του τους υπόλοιπους, ο
Πίκου και η Τίκου άνοιξαν την πιατέλα και χώθηκαν μέσα τρώγοντας ολόκληρη την γαλοπούλα.
Οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες.

« Τι δουλειά έχετε εκεί μέσα; Γνωρίζεται πόσο κόστισε αυτή η γαλοπούλα;»
Είπε ο Σείληζ και η Τσόιζιτ συμπλήρωσε « πρέπει να τους τιμωρήσουμε!… ή μήπως όχι;»



κουμπί κοντίνιουντ...




















Thursday, December 07, 2006

Περίεργα πράγματα που κανείς (σχεδόν) δεν γνωρίζει:



  • Η κραυγή μιας πάπιας δεν κάνει ηχώ και κανείς δεν ξέρει το γιατί.
  • Μέσα σε 10 λεπτά, ένας τυφώνας προκαλεί περισσότερη ενέργεια απ'ότι όλα τα όπλα.
  • Κατά μέσο όρο, 100 άνθρωποι πνίγονται και πεθαίνουν κάθε χρόνο με το στυλό τους.
  • Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι φοβούνται περισσότερο τις αράχνες απ'το να πεθάνουν.
  • Το 90% των ταξιτζήδων στη Νέα Υόρκη είναι μετανάστες που έχουν στην πραγματικότητα ξεμπαρκάρει.
  • Το 35% των ανθρώπων που χρησιμοποιούν τα γραφεία γνωριμιών είναι ήδη παντρεμένοι.
  • Οι ελέφαντες είναι τα μόνα ζώα που δεν μπορούν να πηδήξουν.
  • Μονάχα ένας άνθρωπος στα δύο δισεκατομμύρια θα ζήσει μέχρι τα 116 ή περισσότερο.
  • Είναι δυνατόν να βάλει κάποιος μια αγελάδα ν'ανέβει τις σκάλες αλλά είναι αδύνατον να την κάνει να τα κατέβει.
  • Οι γυναίκες ανοιγοκλείνουν τα μάτια τους δύο φορές περισσότερο απ'τους άνδρες.
  • Είναι σωματικώς αδύνατον να γλύψει κανείς τον αγκώνα του.
  • Η κεντρική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα χώνεται στο έδαφος κατά μια σπιθαμή το χρόνο καθώς όταν χτίστηκε οι τεχνικοί ξέχασαν να λάβουν υπόψιν τους το βάρος των βιβλίων που θα γέμιζαν το κτήριο.
  • Ενα σαλιγκάρι μπορείν να κοιμάται για 3 χρόνια.
  • Τα μάτια σου έχουν το ίδιο μέγεθος μ'αυτό που είχαν όταν γεννήθηκες. Η μύτη και τ'αυτία σου όμως δεν παύουν ποτέ να μεγαλώνουν.
  • Τρελλό!!! Η ηλεκτρική καρέκλα επινοήθηκε από έναν οδοντογιατρό!!!
  • Ολες οι πολικές αρκούδες είναι αριστερόχειρες [θα θελα να γνώριζα αυτόν που διεξήγαγε την έρευνα] - Στην αρχαία Αίγυπτο οι ιερείς ξερίζωναν όλες τις τρίχες του σώματός τους, ακόμα και αυτές των φρυδιών και των βλεφαρίδων.
  • Το μάτι μιας στρουθοκαμήλου είναι πιο χοντρό απ'το μυαλό της.
  • Ενας κροκόδειλος δεν μπορεί να βγάλει τη γλώσσα του [αυτό θα πρέπει να το ανακάλυψε το ίδιο άτομο που έκανε την έρευνα για την πολική αρκούδα. Θα'θελα να 'ξερα αν ζει ακόμα...]
  • Ο αναπτήρας επινοήθηκε πριν απο τα σπίρτα.
Σχεδόν όλοι όσοι διάβασαν αυτό το post προσπάθησαν να γλείψουν τον αγκώνα τους.












προφιλ του sigmataf

My photo
athens, center, Greece
www.myspace.com/sigmatafmusic