Tuesday, December 25, 2007

Παραμύθια για μεγάλα παιδιά. (# 2)




Πριν από πολλά χρόνια και 5 λεπτά,
στα βάθη ενός παράξενου χιονισμένου δάσους,


υπήρχε ένας μικρός κάτης
(απροσδιόριστου μεγέθους και χρώματος).




Ο Ψιτ.



Έμενε πάνω σε ένα ξύλινο σπιτάκι στην άκρη ενός έλατου.

Όμορφα στολισμένο με κίτρινα και κόκκινα λαμπιόνια που αναβόσβηναν

υπό τους ήχους του jungle bell...


Το σπιτάκι είχε και μια ξύλινη αυλή.




Κάθε πρωί ο Ψιτ,

έβγαινε στο παράθυρό του και φώναζε καλημέρα στα ζώα του δάσους.

Στη συνέχεια ξεκινούσε την καθημερινή του ενασχόληση.



Έτρεχε στο δάσος και έψαχνε το άνθος της γαλήνης.

Ένα σπάνιο φυτό, το οποίο έμοιαζε με ορχιδέα αλλά δεν ήταν.

Νόμιζες ότι υπάρχει σε πληθώρα, αλλά τα υπόλοιπα, ήταν απλά φυτά.

Το άνθος της γαλήνης, στα πέταλα του είχε πολλά χαμόγελα.



Ο Ψιτ ήξερε καλά που να το βρει και πήγαινε με το καλάθι του να μαζέψει,
τους καρπούς.




Γέμιζε ένα καλάθι με χαμόγελα και τραβούσε τον δρόμο της επιστροφής.

Έφτανε στους κατοίκους του δάσους για να μοιράσει τα χαμόγελα.

Κάθε μέρα,



ο Ψιτ ήταν η σταθερή αξία μέσα στην ρουτίνα της δουλειάς.

Όλοι τον υποδεχόντουσαν με μία πρωτόγνωρη προσμονή.




Οι κάστορες, όποτε τον έβλεπαν άφηναν
στην άκρη τους κορμούς και έτρεχαν να πάρουν ένα χαμογελάκι.

Οι αλεπούδες άφηναν στην ησυχία τους τις κότες
και παρατάσσονταν σε σειρά για το δώρο.

Το λιοντάρι όσο κακόκεφο και αν είχε ξυπνήσει,
υποδέχονταν τον
Ψιτ με τους καλύτερους μεζέδες στο παλάτι.

Όλο το δάσος βρισκόταν σε πλήρη αρμονία και ισορροπία,
με τα χαμόγελα του Ψιτ.




Ο φίλος μας όμως από την μεριά του,
ενώ μοίραζε χαμόγελα και έκανε όλα τα υπόλοιπα ζώα να γελάνε,



ο ίδιος δεν μπορούσε να βρει ποιο του ταιριάζει.






Τα χρόνια μέσα στο δάσος πέρασαν.




Μια κάποια μέρα, ο Ψιτ περπατώντας
ανάμεσα σε κάτι πλατάνια και τρεχούμενα νερά,
άκουσε λυγμούς και αναφιλητά πίσω από ένα δέντρο.



Πηγαίνει προς τα εκεί και αντικρίζει μία νεράιδα να κλαίει.



Απλώνει το χέρι του και την μαζεύει στη χούφτα του.


Γεια σου καλή μου νεραιδούλα, πως σε λένε;


Της είπε,
χαϊδεύοντας με το δάχτυλο του τα καστανά της μαλλιά.




Η νεράιδα σταμάτησε για λίγο το κλάμα της και σκύβοντας το κεφάλι της,
του έδειξε στον σβέρκο της έναν ζωγραφιστό μαύρο ήλιο.



Τι είναι αυτό;

Ένας μαύρος ήλιος;

Έτσι σε λένε;



Η νεράιδα του έγνεψε καταφατικά.



Και γιατί κλαις;


Γιατί φοβάμαι.

Ότι αγαπάω στην ζωή μου, το χάνω.


Του είπε δείχνοντας του τα τσαλακωμένα της φτερά.



Τι έπαθαν τα φτερά σου;


Μου τα έσπασε ο Θεός του σκοταδιού τη νύχτα
που αγάπησα τον γιό του.



Και γιατί αυτό;


Γιατί στην οικογένεια του σκοταδιού οι νεράιδες
είναι επικίνδυνες με την λάμψη τους.






Ο Ψιτ,
ακούγοντας την προσεχτικά,
της λέει.


Θέλεις να με ακολουθήσεις, στο σπίτι μου,
για να ξεκουραστείς και να ηρεμήσεις;


Η θετική της απάντηση, τον πλημμύρισε με ένα όμορφο συναίσθημα.

Όλο το βράδυ κάθισαν στο κλαδί έξω από το σπιτάκι
και μετρούσαν τα αστέρια.




Το ξέρεις πως τα άστρα είναι η ενέργεια των χαμένων μας ευχών;



Είπε η νεράιδα και σκαρφάλωσε στον ώμο του Ψιτ
όπου και ξάπλωσε.




Κάτι σαν έρωτας διαπέρασε την ραχοκοκαλιά του και το στομάχι του
και ξαφνικά ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο στόμα του.

Ήταν η 1η φορά, που ένιωθε πως βρήκε το χαμόγελό του.

Το επόμενο πρωί.

Ο Ψιτ άρχισε να τρέχει σε όλα τα ζώα του δάσους
και να μοιράζει διπλά χαμόγελα.



Φωνάζοντας...



ΚΑΛΗΜΕΡΑ!




ο αντίλαλος ανάμεσα στα δέντρα,
πολλαπλασίαζε το όμορφο συναίσθημα του.


Οι σκαντζόχοιροι μάζεψαν τα αγκάθια τους

και οι λύκοι κάθισαν να κουβεντιάσουν χαμογελαστοί με τα τσοπανόσκυλα.



Οι αρκούδες με τόσο γέλιο που έριξαν, χορτάσανε
και άφησαν το μέλι στις μέλισσες που αυτές με την σειρά τους σταμάτησαν να τσιμπάνε.

Ο Ψιτ έτρεχε από φωλιά σε φωλιά και άφηνε 2 χαμόγελα για τον καθένα.

Όλοι χαιρόντουσαν που τον βλέπανε να γελάει.

Όταν έφτασε μπροστά στο παλάτι.




Το λιοντάρι βγήκε στην αυλή πιο σοβαρό από ποτέ.



Καλημέρα όμορφε Βασιλιά, είπε ο Ψιτ και συνέχισε,
σήμερα σου έχω τα καλύτερα χαμόγελα.


Σε βλέπω κι εσένα με χαμόγελο μικρέ μου, ούτε ερωτευμένος να ήσουν.

Τι συνέβη;


Βασιλιά μου, εχθές το βράδυ βρήκα μια νεράιδα στο δάσος.

Έκλαιγε και την πήρα σπίτι μου.

Είναι πανέμορφη με τεράστια εκφραστικά μάτια και 2 τσαλακωμένα φτερά.


Τσαλακωμένα φτερά;


και βρυχήθηκε δυνατά.


Στον σβέρκο της έχει κάποιο σημάδι;


Ναι βασιλιά μου, έχει έναν μαύρο ήλιο.


ΜΑΥΡΟ ΗΛΙΟ;;;


φώναξε το λιοντάρι και στη συνέχεια προχώρησε προς την άκρη
του παλατιού.





Καλέ μου Ψιτ, το νού σου.

Λένε πως η νεράιδα του μαύρου ήλιου

ρουφάει όλη την ενέργεια χωρίς να το καταλάβεις.

Σε κάνει να νομίσεις πως σε θέλει.

πλάθεις έναν κόσμο μέσα στο κεφάλι σου, ανύπαρκτο κατά τα άλλα.

Θα φτάσεις πολύ ψηλά έως ότου σου κόψει τα φτερά και γκρεμοτσακιστείς.

Χαίρομαι που σε βλέπω να γελάς, απλά πρόσεχε.






Ο Ψιτ γύρισε την πλάτη και τσαντισμένος με τα λόγια του λιονταριού,
έφυγε.







Ο καιρός περνούσε όμορφα μέσα στον κόσμο του Ψιτ.




Κάθε μέρα πιο ερωτευμένος με την νεράιδα έφτιαχνε τα πιο όμορφα πρωινά από καρπούς και χυμούς του δάσους.



Μοίραζε τα πιο ζουμερά χαμόγελα στους κατοίκους.

Οι καλημέρες είχαν άλλη χροιά,
πιο χαρμόσυνη.


Μέχρι κι ένα ουράνιο τόξο έκλεψε από την χώρα των ξωτικών,
για να το χαρίσει στην νεράιδα.





Αυτή με την σειρά της,

σπάνια γελούσε και εκδήλωνε τα συναισθήματά της.









Κουμπί or not to beφτέκι.... 28/12/2007













προφιλ του sigmataf

My photo
athens, center, Greece
www.myspace.com/sigmatafmusic