
Αγχωμένος, αφού σε 9 μέρες ήταν η μοιρασιά, πήγε στο εργαστήριο των παιχνιδιών για να μαζέψει τα δώρα στο τεράστιο τσουβάλι του. Για κακή του όμως τύχη, δώρα συσκευασμένα δεν υπήρχαν, μιας και οι καλικάντζαροι είχαν ξεκινήσει την αποχή τους.
Τότε ο Μάστρο Μπίλιας, δίχως δεύτερη σκέψη άρπαξε ένα μαστίγιο και υπό την απειλή του, έβαλε τους καλικάντζαρους να ομολογήσουν ποιοι πρωτοστάτησαν στο μπάχαλο.
Οι καλικάντζαροι παρά όλες τις πιέσεις δεν έβγαλαν άχνα.
Το μόνο που σκεφτόντουσαν ήταν, πως η αποστολή δεν είχε την πλήρη επιτυχία και πως ο παχύσαρκος τύραννος είχε ήδη βρει τρόπο να ολοκληρώσει την μοιρασιά.
Έτσι σκέφτηκαν να στείλουν στη γη τον Πίκου και την Τίκου (τους παλιούς) για το μεγάλο κόλπο.
Το ίδιο κιόλας βράδυ οι δύο επίλεκτοι ετοίμασαν τις βαλίτσες τους,
και την ώρα που ο Μάστρο Μπίλιας έπινε το βραδινό του ρόφημα, (βραστός ιδρώτας καλικάντζαρου με γάλα ταράνδου), ο Πίκου και οι Τίκου πετάχτηκαν από το παράθυρο και πιαστήκαν από την κόγχη ενός αστεριού, που βρισκόταν σε πτωτική πορεία μέσα στην αστεροκαταιγίδα.
Τα αστέρια έπεφταν… κι έπεφταν… κι έπεφταν…
Στο διπλανό αστέρι, ένας ποιητής, ονόματι Δημήτρης τραγουδούσε το πασίγνωστο άσμα με τίτλο ¨ράιντερς ον δε στορμ¨.
Σε κάποια τέρμινα προσγειώθηκαν στον πλανήτη Βρυξέλιους.
Αφού ξεσκονίστηκαν από την αστερόσκονη,
τράβηξαν για τον μεγάλο ναό των ντόπιων κατοίκων.
Των επονομαζόμενων: Ανθρώπων.
Με συνοπτικές διαδικασίες, συναντήθηκαν με το διαπλανητικό διπλωματικό σώμα των ανθρώπων ζητώντας τους βοήθεια. Μια ολόκληρη βδομάδα διήρκησαν τα συμβούλια, ως που την όγδοη μέρα κατέληξαν στην οριστική απόφαση. Οι άνθρωποι θα συλλαμβάνανε τον Μάστρο Μπίλια ως τρομοκράτη αλλά υπό έναν όρο,
η καινούργια διοίκηση του χωριού δεν θα ήταν καλικάτζαρος αλλά άνθρωπος.
Οι 2 καλικάντζαροι σκέφτηκαν πως μπροστά στην καταπίεση
του δυνάστη δεν είχαν να χάσουν κάτι και έτσι λοιπόν δέχθηκαν.
Η μέρα των Χριστουγέννων ξημέρωνε.
Οι ουρανοί γέμισαν με πολεμικά αεροσκάφη και σε κάθε γωνιά του πλανήτη παραμόνευαν στρατιές ανθρώπων με αντιαρματικά.
Μόλις ο Μάστρο Μπίλιας έκανε την εμφάνισή του στον
ουρανό με το έλκηθρο και τα σκυλιά του(Αγιού Βερνάδου)
Ένα ελικόπτερο τον προσέγγισε και του ζήτησε την άδεια, το δίπλωμα και το δελτίο αποστολής των παιχνιδιών.
Ο Μάστρο Μπίλιας επικαλούμενος τα Θεία, τους έδειξε τα χαρτιά του.
Στη συνέχεια, του ζήτησαν τα τέλη κυκλοφορίας του ελκήθρου και τις συμβάσεις των υπαλλήλων του.
Μόλις ο ασπροτρίχης πήγε να τους τα δώσει, κάποιος από τους καραβανάδες άρχισε τα αλκοτέστ στους σκύλους.
Οι σκύλοι ήταν κόκαλο και ο Μάστρο Μπίλιας (πλέον) κρατούμενος στο κελί 33.
Τα κανάλια όλου του πλανήτη βούηξαν με οδοιπορικά και αφιερώματα στο μεγαλύτερο φιάσκο όλων των εποχών.»
«Και τελικά τι έγινε θείε Λεούρη;» Είπαν όλα τα πιτσιρίκια που είχαν μαζευτεί γύρω από το τζάκι.
«Τελικά μικροί μου φίλοι, έφυγε ο ένας τύρρανος και ήρθε ο άλλος.»
«Δηλαδή;» Ρώτησε η Πίκου τρώγοντας τα νύχια της από την αγωνία.
«Δηλαδή, η καινούρια διοίκηση του χωριού ήταν αυταρχικότερη. Όχι μόνο μας είχε σκλάβους, αλλά τα παιχνίδια που φτιάχναμε δεν τα χάριζε στα μικρά παιδιά, τα πουλούσε. Η ανεργία μεγάλωσε, μεγαθήρια τσιμεντένια φύτρωσαν στην καταπράσινη κοιλάδα μας για μαζική παραγωγή και άρχισε να υπάρχει πόλωση.»
«Τι σημαίνει πόλωση;»
«Πόλωση με απλά λόγια, σημαίνει ότι οι καλικάτζαροι χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα. Σε εκείνους που έτρωγαν πολλά ψίχουλα και σε εκείνους που πεινούσαν.»
«Και τότε τι έγινε θείε Λεούρη;»
«Τότε μικρή μου Πίκου, το ταχυδρομικό καλικατζοροπερίστερο Τοπ Γκανήζ μας έφερε ένα βιβλίο κάποιου οικονομολόγου φιλόσοφου. Ένα βιβλίο που ανέλυε τη συστηματοποιημένη τυραννία. Το μελετούσαμε για μήνες. Ήταν βλέπεις δύσκολο να το καταλάβεις.»
«Τι έλεγε αυτό το βιβλίο θείε;»
«Είναι δύσκολο να σας το πω ακριβώς. Το πιο σημαντικό από όλα ήταν πως μας εξηγούσε πώς να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας και να ανατρέψουμε το βάναυσο αυτό σύστημα.»
Ο Πίκου, όση ώρα είχαν αφοσιωθεί οι υπόλοιποι στην ιστορία, κατάφερε να λύσει τα σχοινιά και να ξαναχωθεί στον κύκλο χοροπηδώντας, ανατρέποντας για ακόμη μια φορά την κουβέντα
«Ρε μπάρμπα με τα ίδια και τα ίδια
μας έχεις κάνει τσουρέκια τα αρχίδια.
Τι είναι αυτές οι κουλτουριάρικες σου ιστορίες.
Μίλησε μας για αμαρτίες.
Δεν εξιχρονίζεις λίγο το στόρι;
Γέρο, sorry…
Βάλε λίγο αίμα, σπέρμα και χρήμα.
Μίλα μας για καλικατζαρογκάνκστα καταστάσεις
βαρεθήκαμε το ίδιο ποίημα. ΥΟ!»
Ο Σοφο-Λεούρηζ δεν έχασε την ψυχραιμία του και έδωσε απάντηση.
«Μικρέ μου Πίκου. Το να αναιρείς την ιστορία είναι δικαίωμά σου. Το να μην αφήνεις τους υπόλοιπους να ακούσουν είναι ασέβεια. Θα προτιμούσα από το να τραβάς έτσι στείρα τα βλέμματα πάνω σου με τα ελαφρολαϊκά σου τραγούδια, να καθόσουν στην παρέα μας ήρεμος. Αφού το ξέρω, πως με το μυαλό που διαθέτεις μπορείς!»
Τα λόγια του Λεούρη, βάλανε τον Πίκου σε σκέψη. Σε λίγη ώρα κιόλας κάθισε οκλάδων στον κύκλο και η ιστορία συνέχισε.
«Λοιπόν παιδιά, όπως σας έλεγα η ζωή με τον άνθρωπο στο σβέρκο μας ήταν ζόρικη.
Όχι όμως για πολύ.
Μια κρύα νύχτα που το φεγγάρι είχε κρυφτεί στα σύννεφα. Ξεσηκωθήκαμε και εισβάλαμε στο φρούριο ποδοπατώντας κάθε κατασταλτική ομάδα που έστειλε ο ¨αφέντης¨.
Κάναμε κατάληψη στο φρούριο και εισήγαμε καινούριους νόμους.
Τους νόμους της αγάπης.
Έτσι λοιπόν με αυτά και αυτά φτάσαμε στο τώρα.
Στη σημερινή μέρα, που η ελευθερία μας και η αγάπη μας κάνουν ευτυχισμένους.
Να είστε καλά φίλοι και φίλες που αφεθήκατε στο ποτάμι της ιστορίας μας.

«Αγαπάω κι αδιαφορώ,
και κρατάω τον κατάλληλο χορό.
Το λοιπόν, θα αγαπάω κι εμένα, όπως κι εσένα.
