Monday, December 31, 2007

Παραμύθια για μεγάλα παιδιά. (# φινάλε)




Ο Χρόνος ήρθε και πέρασε,
προσπέρασε…




Στολισμένα τα πάντα.

Όμορφες εικόνες και τα ζώα του δάσους με την προσμονή της αλλαγής.

Παντού πυγολαμπίδες στόλιζαν με την λάμψη τους κάθε μυστικό (πέρασμα)





Ο Ψιτ, αφού είχε ρίξει χιλιόμετρα περπάτημα (run Ψιτ run)

ανέβηκε στον πιο ψηλό λόφο, κάθησε στην άκρη ενός βράχου.

(σαν κι εκείνους τους βράχους, που ακούμε στα παραμύθια της γιαγιάς,

με τους λύκους να φωνάζουν έχοντας για φόντο, ένα τεράστιο κατακίτρινο φεγγάρι)


Κοίταξε το δάσος.



Μια πεταλούδα με πολύχρωμα φτερά τον πλησίασε και αφού πρώτα σχημάτισε κύκλους μπροστά του, πήγε και προσγειώθηκε στο αυτί του.





Αγάπη είναι,

να δίνεις το τελευταίο πλακάκι της σοκολάτας σου σε κάποιον.

Να είσαι εσύ και να νιώθεις καλά που κι ο άλλος είναι ο εαυτός του.

Να κοιτάς πως θα αδειάσεις τα καλύτερα,
για να δεις τον άλλον να γελάει και με αυτό να γεμίζεις.




Έι Ψιτ,
δεν είμαι η νεράιδα του φωτός, μια πεταλούδα απλή είμαι!


Απλές και οι σκέψεις μου.



Γιατί όμως δεν το βλέπεις και ως την τέλεια αφορμή για το καινούργιο ξεκίνημα;



Γιατί δεν παίρνεις αυτή την μοναδική ευκαιρία
να κοιτάξεις πως ότι έδωσες,
το είχες και το έδωσες.


Το ήθελες!



Τι όμορφο πράγμα να ζεις έντονα τις στιγμές...

Θετικά κι αρνητικά.



Αύριο θα είναι μια άλλη μέρα.

Η επόμενη.

Και η επόμενη της επομένης θα είναι ακόμα καλύτερη.




Γέλα…


Το έκανες μία φορά, άρα...

...μπορείς άπειρες.





Αλλάζουμε φτερά σήμερα και μπαίνουμε στην καινούρια αρχή.



Ας είναι οι επιθυμίες μας αληθινές

και κάθε ευχή μας να προσπαθούμε εμείς οι ίδιοι να

πραγματοποιήσουμε, τα μαγικά ραβδάκια και μαγεμένες κολοκύθες

υπάρχουν μόνο στα παραμύθια,

Στην πραγματικότητα υπάρχουμε εμείς.






Πεταλούδες πολύχρωμες, που μιλάμε.

Αγαπάμε, ονειρευόμαστε, σκεφτόμαστε, πονάμε!

Ερωτευόμαστε και τραγουδάμε,

Κι αν κάπου κάπου, φοβόμαστε... πέφτουμε και σπάμε!

Μα απ΄την αρχή ενωνόμαστε και ξαναπετάμε.


Σαν Πεταλούδες πολύχρωμες...




Μαζί,
μπορούμε να κάνουμε όμορφα πράγματα.


Ακόμα και να πετάμε χαμογελαστοί με τις ομορφότερες σκέψεις

Να αφηνόμαστε όμως και λιγάκι στα ρεύματα του ανέμου…


Ναι... να αφηνόμαστε.




Αν θέλουμε πραγματικά να πετάξουμε,

ας αφεθούμε!




Όσο για την νεράιδα του μαύρου ήλιου

Το χαμόγελο που της διάλεξες Ψιτ,

ήταν αληθινό...

αλλά εκείνη δεν το ήθελε.

Ήθελε το δικό σου.

Της το έδωσες κι έφυγε...




...να είναι καλά! μπορεί και να μας ακούει τώρα...



Είμαι σχεδόν σίγουρη όμως,

πως αν ψάξει για το δικό της χαμόγελο,

θα το βρει!

Και θα είναι πραγματικά πανέμορφη.





Απόψε είναι η καινούργια αρχή.



Πάμε για άλλον έναν κύκλο, μέχρι το τέλος
που θα ξαναφέρει άλλη μια καινούργια αρχή…



Αλλά μέχρι τότε…




…Είναι όμορφα!




Καλή θα είναι, αυτή η αρχή.





Ζήσε έντονα!







Είπε η πολύχρωμη πεταλουδίτσα και πέταξε προς τον ορίζοντα.





Ο Ψιτ,

σηκώθηκε, περπάτησε προς το πυγολαμπιδένιο δάσος

κι έτρεξε προς την λίμνη.

Κάθισε στα γόνατα, και έγειρε πάνω από το νερό.

Το είδωλό του, αντικατοπτριζόταν

χαμογελαστό, ήρεμο και πράο.




Καινούργια αρχή!





Μονοσκέφτηκε,,,












Χαμογελάκι με διπλό πάγο κανείς;






ακούστηκε μια φωνή και ο
Ψιτ γύρισε να κοιτάξει...


Ήταν ο
Κυριάκος ο κάστορας που φώναζε...
και λίγο πιο πίσω, όλα τα ζώα χαμογελαστά, κοιτούσαν τον φίλο μας.



4 πυγολαμπίδες πετώντας, κουβάλησαν ένα υπέρλαμπρο κατακόκκινο χαμόγελο, και το ακούμπησαν στο στόμα του ήρωά μας.






Το λιοντάρι έκανε τρία βήματα μπροστά και είπε...










Τα χαμόγελα που μας μοιράζεις κάθε μέρα Ψιτ,

είναι αληθινά και με αγάπη.

Και όταν κάτι, το δίνεις με αγάπη

επιστρέφει με αγάπη.













Χαμογελαστός ο Ψιτ,
σηκώθηκε από τη λίμνη

και περπάτησε με όλους προς το δάσος
σφυρίζοντας εκείνα τα λόγια...










*


τρια-λα-λι-λα-λι

τρέχω σαν πιτσιρικάκι

ή
ρθε μια καινούρ
για αρχή

α
ς................. γελάσουμε λιγάκι!

[]

s!gmataf '07~'08





















Saturday, December 29, 2007

Παραμύθια για μεγάλα παιδιά. (# διαφημίσεις)






Εορτοδάνειο.











Το ξεπληρώνετε...μέχρι θανάτου.



















ΧΕ!

Friday, December 28, 2007

Παραμύθια για μεγάλα παιδιά. (# 3)




(Αυτή με την σειρά της, σπάνια γελούσε και εκδήλωνε τα συναισθήματά της.)



Σιγά, σιγά
ο φίλος μας άρχισε να ξεκόβει από το δάσος
και να περνάει όλη τη μέρα του, μαζί της.



Χώθηκε στον κόσμο,
της προσπαθώντας να βρει, γιατί δεν γελάει.


Αυτή όσο τον έβλεπε να προσπαθεί,
άλλο τόσο κλεινόταν και δεν μιλούσε



Εκείνη την έναστρη νύχτα του Χειμώνα
ο Ψιτ πήρε την μεγάλη απόφαση να τα παίξει όλα για όλα.



(Είχε γίνει αυτοσκοπός του να κάνει την όμορφη ύπαρξη να χαμογελάσει.)




Περπάτησε μέσα στο δάσος και κάθισε σε έναν κομμένο κορμό.

Έψαξε μέσα στο κοφίνι με τα χαμόγελα για να βρει κάποιο μοναδικό.

Έβγαλε το πιο όμορφο από όλα και έτρεξε πίσω στο σπίτι του για να της το δώσει.



Αυτή, βλέποντας το χαμόγελο στα χέρια του, το βούτηξε και το πέταξε από το παράθυρο.

Μα γιατί;

Της είπε.



Δεν το θέλω αυτό!

Του απάντησε αυταρχικά.


Τι θέλεις;

Της είπε με ύφος απορίας;


Θέλω το δικό σου χαμόγελο!

Αυτό μόνο θα μου άρεσε.



Ο Ψιτ, δεν το σκέφτηκε καθόλου.

Το έβγαλε και της το έδωσε.


Εκείνη το πήρε και φορώντας το, κοιτάχτηκε σε μια δροσοσταλίδα.


Είμαι υπέροχη!!!
Μου πάει πάρα πολύ... μπορώ να το κρατήσω για πάντα;


Ο Φίλος μας κι ας μην είχε χαμόγελο χάρηκε που της το χάρισε.


Εννοείται!

της απάντησε..



Περίμενε,
πως με αυτή του την κίνηση θα αλλάξει το σκηνικό
και η νεράιδα θα αρχίσει να του εξωτερικεύει τα συναισθήματά της.

Το βράδυ κύλησε
και το επόμενο ξημέρωμα οι κόκορες σηματοδότησαν την καινούρια αρχή.

Δίπλα στο ξύλινο κρεβάτι του Ψιτ,

υπήρχε ένα μήνυμα γραμμένο με χρυσόσκονη.




"Έι Ψιτ, σε ευχαριστώ για όσα μου προσέφερες,

είσαι πολύ καλός όμως για μένα και δεν σου αξίζω.

Δεν μπόρεσα να σε ερωτευτώ.

Συγνώμη για όσα πέρασες μαζί μου.

Το χαμόγελο σου λέω να το κρατήσω.

Έτσι για να σε θυμάμαι.

Γειά σου."




Ο Ψιτ λυπημένος περπάτησε στο δάσος ψάχνοντας την νεράιδα.



Έταξε μια νύχτα με αίμα στις νυχτερίδες για να την γυρέψουν στους ουρανούς.


Υποσχέθηκε φρέσκο χώμα στα σκουλήκια για να την ψάξουν κάτω από την γη.


Μέχρι και το ξύλινο σπιτάκι του αντάλλαξε με τους ξυλοκόπους
για να του πούνε αν την είδαν στον κόσμο των ανθρώπων.



Τίποτα.




Πουθενά.













to be κουνουπί
διουδ...31/12/07













Tuesday, December 25, 2007

Παραμύθια για μεγάλα παιδιά. (# 2)




Πριν από πολλά χρόνια και 5 λεπτά,
στα βάθη ενός παράξενου χιονισμένου δάσους,


υπήρχε ένας μικρός κάτης
(απροσδιόριστου μεγέθους και χρώματος).




Ο Ψιτ.



Έμενε πάνω σε ένα ξύλινο σπιτάκι στην άκρη ενός έλατου.

Όμορφα στολισμένο με κίτρινα και κόκκινα λαμπιόνια που αναβόσβηναν

υπό τους ήχους του jungle bell...


Το σπιτάκι είχε και μια ξύλινη αυλή.




Κάθε πρωί ο Ψιτ,

έβγαινε στο παράθυρό του και φώναζε καλημέρα στα ζώα του δάσους.

Στη συνέχεια ξεκινούσε την καθημερινή του ενασχόληση.



Έτρεχε στο δάσος και έψαχνε το άνθος της γαλήνης.

Ένα σπάνιο φυτό, το οποίο έμοιαζε με ορχιδέα αλλά δεν ήταν.

Νόμιζες ότι υπάρχει σε πληθώρα, αλλά τα υπόλοιπα, ήταν απλά φυτά.

Το άνθος της γαλήνης, στα πέταλα του είχε πολλά χαμόγελα.



Ο Ψιτ ήξερε καλά που να το βρει και πήγαινε με το καλάθι του να μαζέψει,
τους καρπούς.




Γέμιζε ένα καλάθι με χαμόγελα και τραβούσε τον δρόμο της επιστροφής.

Έφτανε στους κατοίκους του δάσους για να μοιράσει τα χαμόγελα.

Κάθε μέρα,



ο Ψιτ ήταν η σταθερή αξία μέσα στην ρουτίνα της δουλειάς.

Όλοι τον υποδεχόντουσαν με μία πρωτόγνωρη προσμονή.




Οι κάστορες, όποτε τον έβλεπαν άφηναν
στην άκρη τους κορμούς και έτρεχαν να πάρουν ένα χαμογελάκι.

Οι αλεπούδες άφηναν στην ησυχία τους τις κότες
και παρατάσσονταν σε σειρά για το δώρο.

Το λιοντάρι όσο κακόκεφο και αν είχε ξυπνήσει,
υποδέχονταν τον
Ψιτ με τους καλύτερους μεζέδες στο παλάτι.

Όλο το δάσος βρισκόταν σε πλήρη αρμονία και ισορροπία,
με τα χαμόγελα του Ψιτ.




Ο φίλος μας όμως από την μεριά του,
ενώ μοίραζε χαμόγελα και έκανε όλα τα υπόλοιπα ζώα να γελάνε,



ο ίδιος δεν μπορούσε να βρει ποιο του ταιριάζει.






Τα χρόνια μέσα στο δάσος πέρασαν.




Μια κάποια μέρα, ο Ψιτ περπατώντας
ανάμεσα σε κάτι πλατάνια και τρεχούμενα νερά,
άκουσε λυγμούς και αναφιλητά πίσω από ένα δέντρο.



Πηγαίνει προς τα εκεί και αντικρίζει μία νεράιδα να κλαίει.



Απλώνει το χέρι του και την μαζεύει στη χούφτα του.


Γεια σου καλή μου νεραιδούλα, πως σε λένε;


Της είπε,
χαϊδεύοντας με το δάχτυλο του τα καστανά της μαλλιά.




Η νεράιδα σταμάτησε για λίγο το κλάμα της και σκύβοντας το κεφάλι της,
του έδειξε στον σβέρκο της έναν ζωγραφιστό μαύρο ήλιο.



Τι είναι αυτό;

Ένας μαύρος ήλιος;

Έτσι σε λένε;



Η νεράιδα του έγνεψε καταφατικά.



Και γιατί κλαις;


Γιατί φοβάμαι.

Ότι αγαπάω στην ζωή μου, το χάνω.


Του είπε δείχνοντας του τα τσαλακωμένα της φτερά.



Τι έπαθαν τα φτερά σου;


Μου τα έσπασε ο Θεός του σκοταδιού τη νύχτα
που αγάπησα τον γιό του.



Και γιατί αυτό;


Γιατί στην οικογένεια του σκοταδιού οι νεράιδες
είναι επικίνδυνες με την λάμψη τους.






Ο Ψιτ,
ακούγοντας την προσεχτικά,
της λέει.


Θέλεις να με ακολουθήσεις, στο σπίτι μου,
για να ξεκουραστείς και να ηρεμήσεις;


Η θετική της απάντηση, τον πλημμύρισε με ένα όμορφο συναίσθημα.

Όλο το βράδυ κάθισαν στο κλαδί έξω από το σπιτάκι
και μετρούσαν τα αστέρια.




Το ξέρεις πως τα άστρα είναι η ενέργεια των χαμένων μας ευχών;



Είπε η νεράιδα και σκαρφάλωσε στον ώμο του Ψιτ
όπου και ξάπλωσε.




Κάτι σαν έρωτας διαπέρασε την ραχοκοκαλιά του και το στομάχι του
και ξαφνικά ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο στόμα του.

Ήταν η 1η φορά, που ένιωθε πως βρήκε το χαμόγελό του.

Το επόμενο πρωί.

Ο Ψιτ άρχισε να τρέχει σε όλα τα ζώα του δάσους
και να μοιράζει διπλά χαμόγελα.



Φωνάζοντας...



ΚΑΛΗΜΕΡΑ!




ο αντίλαλος ανάμεσα στα δέντρα,
πολλαπλασίαζε το όμορφο συναίσθημα του.


Οι σκαντζόχοιροι μάζεψαν τα αγκάθια τους

και οι λύκοι κάθισαν να κουβεντιάσουν χαμογελαστοί με τα τσοπανόσκυλα.



Οι αρκούδες με τόσο γέλιο που έριξαν, χορτάσανε
και άφησαν το μέλι στις μέλισσες που αυτές με την σειρά τους σταμάτησαν να τσιμπάνε.

Ο Ψιτ έτρεχε από φωλιά σε φωλιά και άφηνε 2 χαμόγελα για τον καθένα.

Όλοι χαιρόντουσαν που τον βλέπανε να γελάει.

Όταν έφτασε μπροστά στο παλάτι.




Το λιοντάρι βγήκε στην αυλή πιο σοβαρό από ποτέ.



Καλημέρα όμορφε Βασιλιά, είπε ο Ψιτ και συνέχισε,
σήμερα σου έχω τα καλύτερα χαμόγελα.


Σε βλέπω κι εσένα με χαμόγελο μικρέ μου, ούτε ερωτευμένος να ήσουν.

Τι συνέβη;


Βασιλιά μου, εχθές το βράδυ βρήκα μια νεράιδα στο δάσος.

Έκλαιγε και την πήρα σπίτι μου.

Είναι πανέμορφη με τεράστια εκφραστικά μάτια και 2 τσαλακωμένα φτερά.


Τσαλακωμένα φτερά;


και βρυχήθηκε δυνατά.


Στον σβέρκο της έχει κάποιο σημάδι;


Ναι βασιλιά μου, έχει έναν μαύρο ήλιο.


ΜΑΥΡΟ ΗΛΙΟ;;;


φώναξε το λιοντάρι και στη συνέχεια προχώρησε προς την άκρη
του παλατιού.





Καλέ μου Ψιτ, το νού σου.

Λένε πως η νεράιδα του μαύρου ήλιου

ρουφάει όλη την ενέργεια χωρίς να το καταλάβεις.

Σε κάνει να νομίσεις πως σε θέλει.

πλάθεις έναν κόσμο μέσα στο κεφάλι σου, ανύπαρκτο κατά τα άλλα.

Θα φτάσεις πολύ ψηλά έως ότου σου κόψει τα φτερά και γκρεμοτσακιστείς.

Χαίρομαι που σε βλέπω να γελάς, απλά πρόσεχε.






Ο Ψιτ γύρισε την πλάτη και τσαντισμένος με τα λόγια του λιονταριού,
έφυγε.







Ο καιρός περνούσε όμορφα μέσα στον κόσμο του Ψιτ.




Κάθε μέρα πιο ερωτευμένος με την νεράιδα έφτιαχνε τα πιο όμορφα πρωινά από καρπούς και χυμούς του δάσους.



Μοίραζε τα πιο ζουμερά χαμόγελα στους κατοίκους.

Οι καλημέρες είχαν άλλη χροιά,
πιο χαρμόσυνη.


Μέχρι κι ένα ουράνιο τόξο έκλεψε από την χώρα των ξωτικών,
για να το χαρίσει στην νεράιδα.





Αυτή με την σειρά της,

σπάνια γελούσε και εκδήλωνε τα συναισθήματά της.









Κουμπί or not to beφτέκι.... 28/12/2007













προφιλ του sigmataf

My photo
athens, center, Greece
www.myspace.com/sigmatafmusic