
Χθες βράδυ χάθηκα σε παλιά μονοπάτια.
Νόμιζα πως δεν θα ξαναπερνούσα από αυτά.
Είπα ένα μυστικό στον εαυτό μου,
σε μια πουτανα το όνειρο μου…
Κι εκείνη μου ανοίχτηκε
Μου είπε ότι φοβάται.
Της είπα 2 στιχάκια
Πες μου για τα όνειρα που λάμπουνε στη νύχτα.
Δείξε μου τα χρώματα που φέρνει η αυγή.
Όσα σε βαραίνουνε, σε μια κουβέντα ριχτα.
Ίσως κάτι βγει, κάτι θα βγει.
Ξημέρωσε, κι έχοντας πετροκέρασα στη χούφτα μου
ήμουν στη Ρώμη.
Αφυδατωμένος από τη ζέστη, σταμάτησα σε ένα όμορφο σιντριβάνι,
για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου.
Ένα ζευγαράκι καθήμενο στην άκρη,
πόζαρε μπροστά σε μια κάμερα.
Εκείνος, έκανε ευχές και πέταξε ένα κέρμα στο νερό.
Εκείνη, χαμογελώντας του έσκασε ένα φιλάκι στο μάγουλο.
Α, ρε φιλαράκο
Και που να ήξερες ρε...
Οι ευχές δεν εξαργυρώνονται με κέρματα.
Με τα λεφτά αγοράζεις, μόνο φθηνά πράγματα.
Έκλεισα τα μάτια μου και βρέθηκα ανάμεσα
σε βλέμματα και ψέματα.
Ανάμεσα στο .θυμΟ. και στο .Cool.
ανάμεσα σε μελωδίες και λόγια.
Θέλω να ξεφύγω έστω για λίγο,
από τις αγχωμένες μικρές στιγμές.
κι όταν γυρίσω να σε σεργιανίσω
και να σε συστήσω στις μεγάλες χαρές.
Είχε νυχτώσει.
Ναι,
σε κάποια μέρη
η νύχτα εναλλάσσεται με τη μέρα,
ραγδαία,
ταχύτατα.
Σε κάποιες πόλεις,
ο ήλιος είναι τόσο λαμπερός που δεν βλέπεις τα εμπόδια.
Σε κάποιους, όμως, τόπους,
το σκοτάδι είναι τόσο βαθύ που δεν βλέπεις το τέλος.
Στις ταυρομαχίες σκοτώνουν στα αλήθεια τους ταύρους.
Γιατι;
Για το θέαμα?
Τι κρίμα…
Κι εγώ καθόμουνα και φωτογράφιζα έναν πορσελάνινο ταυρακο
που είχε αράξει σε κάτι κατακόκκινα μαξιλάρια.
Θα ήθελα πάρα πολύ να μοιραστώ με εσένα
(που με διαβάζεις τώρα)
αυτή την φωτογραφία,
αλλά την άφησα στην άλλη κάρτα.
Στην άλλη μνήμη.
Στον πιο ψηλό ναό της Βαρκελώνης,
Ένας άγγελος σε ένα κλουβί,
μαδάει τα φτερά του.
Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά….Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά….
Σε αγαπά καλό μου αγγελούδι.
Μη καίγεσαι boy... Μη καίγεσαι!
Κράτα τα φτερά σου και πάμε πάλι.
Πάμε να πετάξουμε
Τι έχουμε να χάσουμε;
ΜΠΑΜ!!!
Το έμαθες;
Απολύσανε τον Φώντα από το μαγαζάκι του τρόμου.
Γιατί,
λέει,
ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος
Δούλεψε,
Κατανάλωσε,
Αγόρασε,
Ψόφα.
Με χρώματα γρανίτας λέμε…!
Απλοί οι κανονισμοί…
Γιατί όμως φτερωτέ,
δεν μπορώ να ενσωματωθώ μέσα τους.
Τι χάλασε στον προγραμματισμό μου;
Ένα format παρακαλώ…
Αποστειρώστε με…
Δείξτε μου ότι δεν υπάρχω!
Θέλω κι άλλες διαφημίσεις
κι άλλες πιστωτικες.
Κοντεύω να το εμπεδώσω το τετράπτυχο σας
Κάντε με, ένα με το μπουρδελο σας.
Βάλτε με έστω να κρατώ τη λάμπα.
και θα σας φέρνω πελάτες.
Γέμισε πάλι η Ερμού με πρόσχαρους καταναλωτές.
Ασχημα τοπία,
πωλούνται και αγοράζονται με το κατάλληλο marketing.
Θέλω να πετάξω, θέλω να φτάσω
στις πιο καθαρές, του Αιγαίου τις ακτές.
Κι όταν επιστρέψω να σε μαγέψω,
να σε ταξιδέψω σε ανεξίτηλες στιγμές.
Δεν ξέρω.
Και ούτε θέλω να μάθω...
Αν θέλω να γνωρίσω.
Είμαι πολύ περίεργος να δω τι θα μου φέρει το αύριο.
Είμαι γεμάτος σκέψεις για τα καθάρια,
τα άσπιλα
και τα όμορφα.
Για αυτό ρε μαλάκες,
έχω στην καβαντζα
Αλέκιαστες ανάσες.
Για αυτό λοιπόν baby,
φοράω το λευκό μου πουκαμισακι,
που μου έκανε δώρο μια μεγάλη αγάπη και βγαίνω να περπατήσω.
Πάω να μαζέψω εικόνες.
Και που ξέρεις…
Αύριο, ίσως και να πω...
Χθες βραδύ χάθηκα σε παλιά μονοπάτια.
Νόμιζα πως δεν θα ξαναπερνούσα από αυτά.
Ετοιμάστηκα δίχως να το γνωρίζω, για το ταξίδι μου.
Είπα ένα μυστικό στον εαυτό μου
Σε μια πουτανα το όνειρο μου…
Κι εκείνη μου ανοίχτηκε
Μου είπε ότι φοβάται.
Της είπα 2 στιχάκια
Πες μου για τα όνειρα που λάμπουν
στη νύχτα.
Δείξε μου τα χρώματα που φέρνει η αυγή.
Όσα σε βαραίνουνε, σε μια κουβέντα ριχτα.
Ίσως κάτι βγει, κάτι θα βγει!
Είναι τόσο δύσκολη η -γαμημενη- ειλικρίνεια;;;
E;;;;;;;;;;;;;
Ας μου απαντήσει κάποιος ρε παιδιά...
Καλημερα.