Thursday, January 01, 2009



Στα πιο όμορφα παραμύθια,

αν στραγγίξεις τις σελίδες τους,

θα στάξουν πίκρα.



Στέλιος Τσάφος 01/01/09








Ο ΜΠΑΛΑΝΤΕΡ και Η ΝΤΑΜΑ ΚΑΡΟ



- Πες μου ένα παραμυθάκι.

- Όχι μωρό μου.

- Γιατί, σε παρακαλώ…

- Άστο…

- Γιατί;;;

- Γιατί θα ερωτευτείς τον μύθο μου,

και στο μύθο μου δεν υπάρχει χώρος για τον ρεαλισμό μου.




Είπε ο παραμυθάς και κοίταξε τις λευκές σελίδες ενός σκονισμένου τετραδίου.


Τινάχτηκε από την πολυθρόνα του και πήγε στην τουαλέτα, να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο του.

Γεμάτος με μια πρωτόγνωρη ηρεμία, σαν να περίμενε κάποιο μεγάλο ξέσπασμα,

Άνοιξε την βρύση κι έβαλε το κεφάλι του από κάτω για κάμποσα λεπτά.

Βρεγμένος σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε στον καθρέφτη βαθιά μέσα στα μάτια του.

Πλησίασε κι άλλο τον αντικατοπτρισμό του και ξαφνικά το είδωλό του τον ρούφηξε.

Πίσω από το γυαλί.

Καινούργιος κόσμος υπήρχε εκεί.

Ποιος να του το έλεγε, πως αν περάσεις πίσω από τον καθρέφτη,

βγαίνεις σε άλλους τόπους.

Μπλε σκούρο επικρατούσε, και δεν μπορούσε να καταλάβει αν νυχτώνει ή ξημερώνει.

Περπάτησε σε έναν διάδρομο και στο πλάι του φύτρωναν ντουβάρια θεόρατα,

δημιουργώντας την πορεία ενός παράξενου λαβύρινθου.



Τι σε ορίζει παραμυθά;Ποιος είσαι εσύ;


Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή και ο παραμυθάς απάντησε με στόμφο.

- Είμαι ένα παραμύθι εμπλουτισμένο με ρεαλισμό. Εσύ ποια είσαι;

- Εγώ είμαι η εντροπία σου.

Είμαι ο πυρήνας που διογκώνεται από ενέργεια ώσπου να σκάσει,

και από αυτή την έκρηξη να δημιουργηθούν καινούρια σωματίδια

με νέους πυρήνες και αυτοί να ξαναδιογκωθούν.

- Και τι θέλεις από μένα;

- Τίποτα άλλο πέρα από το να σε καλωσορίσω

στο χάος της διάσπασης και ανασυγκρότησης.



Ο παραμυθάς δεν απάντησε και συνέχισε να περπατά μέσα στο λαβύρινθο,

ώσπου τα τείχη τον οδήγησαν στο κέντρο μιας μυστήριας πόλης.

Μαριονέτες περπατούσαν σπασμωδικά

γύρω από ένα καμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.


Πού βρίσκομαι;


ρώτησε έναν σκύλο, κι εκείνος βγάζοντας αφρούς από το στόμα είπε:


Μη ρωτάς που βρίσκεσαι αλλά τι ψάχνεις να βρεις.


Ο παραμυθάς κοίταξε ψηλά και έσφιξε τα δόντια του.

Ένα δαιμόνιο τον πλησίασε,

που για κεφάλι είχε φωτιά και για χέρια κλειδιά.

Για πόδια πάγο και για στην πλάτη του δυο μεγάλα φτερά.



Έλα μαζί μου να δεις που είσαι και μετά μόνος θα αποφασίσεις

αν θέλεις να μείνεις ή να φύγεις.

Ότι όμως και να γίνει να θυμάσαι 3 κανόνες.


1. όταν σκαλίζεις το σκοτάδι, λάβα συναντάς.

2. όποιος παίζει με ανθρώπους, παιχνίδι στα χέρια του χρόνου γίνεται

3. Έχει μεγάλο τίμημα να είσαι ζωντανός στην πόλη των νεκρών.




Ποτέ μην τους ξεχάσεις παραμυθά. Ποτέ! Έλα μαζί μου.


Είπε και τον πήρε στην πλάτη του.

Πετάξανε πάνω από απανθρακωμένα δάση.

Δέντρα που αντί για κλαδιά είχαν κεραίες.

Ακέφαλα θηρία πεταγόντουσαν από το χώμα και ουρλιάζανε από το στέρνο.


Ο Παραμυθάς κάπως σαστισμένος ρώτησε.

- Τι είναι όλα αυτά;

- Είναι τα τερατόμορφα παιδιά της απόρριψης.

Μην τα φοβάσαι, στοργή θέλουνε.



Συνέχισαν να πετάνε,

μέχρι που προσγειώθηκαν σε μια παγωμένη κοιλάδα άδεια κοιλάδα.

Ξαφνικά ένα κάστρο φλεγόμενο εμφανίστηκε μπροστά τους.


Έλα παραμυθά μπες στο κάστρο.


Είπε το δαιμόνιο κι έβαλε τα χέρια του στις κλειδαρότρυπες ανοίγοντας την πύλη.



Γεια σου...

και μην ξεχάσεις τους κανονισμούς.

Μπες μέσα και να προσέχεις ποιον εμπιστεύεσαι.




Μόνος ο παραμυθάς βάδισε στο κάστρο.

Λίγα κεριά διάσπαρτα φώτιζαν αχνά.

Μια τεράστια σκάλα οδηγούσε στον εξώστη.

Την ανέβηκε και βγήκε μπροστά σε μια τεράστια πόρτα ατσαλένια και μισάνοιχτη.

Με όλο του το σώμα την έσπρωξε και άνοιξε.

Όμορφες γυναίκες από πίσω, γλυφόντουσαν και ακόνιζαν σε λίμες τους κυνόδοντες τους.

Μάτια γυάλιζαν στις γωνίες και από το ταβάνι κρεμόντουσαν κεφάλια ταράνδων.

Στο βάθος ομίχλη που από μέσα της ξεπετάχτηκε ένας σαλτιμπάγκος.

- Ποιος είσαι ξένε; Τι γυρεύεις στο κάστρο της κατάθλας;

- Δεν ξέρω.

- Ωραία τότε, έλα μαζί μου.



και τον πήρε μέσα στην ομίχλη.


Περπάτησαν στο λευκό πουθενά και κατέληξαν σε ένα πράσινο δωμάτιο.

Το πάτωμα ήταν τσόχα.

Ένας μπαλαντέρ χόρευε μόνος. Πότε γινόταν στρόβιλος και πότε λάγνος.

Ο παραμυθάς σιωπηλός κοιτούσε.

Στην άκρη της τσόχας ένας κρουπιέρης ανακάτεψε την τράπουλα και την ακούμπησε κάτω.

Ο μπαλαντέρ χορεύοντας, σήκωσε την ντάμα καρο,

την έπιασε από την μέση και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.



Κολλάω παντού…κολλάω και δεν μπορώ να ξεκολλήσω.

Έλα να χορέψουμε ομορφιά μου.

Έλα στη λάσπη να πέσουμε. Να γίνουμε σκόνη.

Έλα να χορέψουμε παθιασμένα,

ρομαντικά πισωκολλητά.


Η ντάμα άρχισε να λικνίζεται υγρή και τρομαγμένη.


Μ' αρέσει, μα με τρομάζει ο χορός σου μπαλαντέρ.

Ηδονή νιώθω καθώς με αγγίζεις μα νιώθω και φόβο.

Έλα να χορέψουμε.



Αφημένοι στις κινήσεις του πάθους,

έμπαινε ο ένας μέσα στον άλλον και γινόντουσαν ένα.

Φλεγόμενες στιβάδες παραδομένες στο σύμπαν τους.




........................................................................






Μια φορά κι ένα καιρό λοιπόν, πολύ πριν από το κάποτε,

υπήρχε ένας μπαλαντέρ, σαν κι αυτούς που βλέπεις στις τράπουλες.

Θύμιζε τσαρλατάνο που χορεύει στην αυλή του βασιλιά νομίζοντας

πως είναι κάτι εκλεκτό για τον άρχοντα, κάτι παρά πάνω από τους υπόλοιπους αυλικούς.

Δεν ήταν όμως παρά ένας απλός διασκεδαστής.


Ο μπαλαντέρ με τα κόκκινα ρούχα και το ζωγραφισμένο χαμόγελο.

Με τα κουδούνια στα πόδια και στα μανίκια,

άφηνε μια γλυκιά βαβούρα στο πέρασμα του.

Συνέχεια ανάμεσα σε κόσμο, έδινε μικρές αυτοτελείς παραστάσεις.

Το πλήθος χειροκροτούσε.

Ο ίδιος φοβόταν το να μείνει μόνος κι έτσι έκανε τα πάντα για να μη…


Κολλούσε παντού και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει.


Κάποια νύχτα του Νοέμβρη λοιπόν,

μέθυσε κι έκαψε το χαμόγελό του και το αντικατέστησε

με ένα βλέμμα σιωπηλό κι αιχμηρό.

Έβγαλε την κόκκινη στολή και φόρεσε μωβ.

Κίτρινα γάντια και σκούφο.

Περπάτησε πάνω στην τσόχα και καυτοί αγέρες ξεσήκωσαν την καρδιά του.


Δεν θέλω να είμαι διασκεδαστής, τους σιχάθηκα. Γεμάτοι υποκρισία χειροκροτουν

και μετά τραβάν για τα λαγούμια τους.

Σπάω σε χίλια κομμάτια για να χαμογελάσουν.

Τα βράδια πεθαίνω μόνος και αυτοί χειροκροτάνε

για να μην δεχτούν την παραμικρή ευθύνη.

Έδωσα πολύ χρόνο για να φτιάξω χαμόγελα και στο τέλος έχασα εμένα

κι όλα αυτά για ένα γαμημένο χειροκρότημα.

Φτάνει!

Κρατάω τις ενοχές μου για όσα επέτρεψα σε μένα και συνεχίζω παρακάτω.




Είπε κοιτώντας το κίτρινο φεγγάρι και συνέχισε να περπατάει στην τσόχα.


Ένας κρουπιέρης στην άκρη, τον κοιτούσε και γελούσε.


Τον άκουσε και πέταξε στο διάβα του την Ντάμα καρό.


Κόκκινη επιδερμίδα, κατάξανθη και πρασινομάτα. Η Ντάμα πλησίασε τον Μπαλαντέρ.


Γεια σου μπαλαντέρ.


Του είπε και πεταχτά τον άγγιξε στην κάρδια.

Αυτός την κοίταξε και γύρισε την πλάτη.

Τον ξαναπλησίασε.


- Για πού το έβαλες όμορφε;

- Μη με πλησιάζεις ντάμα…φέρω σκοτάδια απόψε και καίω.

Μη με πλησιάζεις!

- Μα γιατί να μην σε πλησιάζω;

Είσαι πολύ διαφορετικός από όλους τους άλλους.

- Μη με πλησιάζεις σου λέω.




Η ντάμα πήγε στον κρουπιέρη κι εκείνος με την σειρά του,

την ξαναέβαλε στην τράπουλα και την ανακάτεψε.



Ο μπαλαντέρ συνέχισε να περπατάει μόνος του.

Πρώτη φορά που δεν ήθελε να στήσει παράσταση για κάποιον άλλον.

Κάθισε πάνω σε ένα τεράστιο ζάρι και γύρισε την ρουλέτα.

Η μπίλια σταμάτησε στον μαύρο άσσο και η ντάμα

γλίστρησε πάλι στην τσόχα από το χέρι του κρουπιέρη.

Τι ψάχνεις όμορφε και περπατάς μόνος;


Τον ρώτησε και πλησίασε τα χείλη του.

Εκείνος σηκώθηκε από το ζάρι και κοίταξε στο κάπου.

Αδιάβαστο και απροσπέλαστο το βλέμμα του.

- έχεις παρτενέρ;

Την ρώτησε χαμηλόφωνα

- Έχω!

Του απάντησε εκείνη.

- Είσαι ερωτευμένη μαζί του;

- Είμαι!

- Τότε τι θέλεις από μένα;

- Την καρδιά σου!

- Μα γιατί; Εσύ δεν έχεις;

- Όχι καλέ μου, μου την πήρε ο άσσος κούπα.



Του απάντησε προσφέροντάς του ένα μαύρο τριαντάφυλλο.

- Τι είναι αυτό;

Ρώτησε απορημένος ο μπαλαντέρ

- Είναι το μαύρο ρόδο. Το άπιαστο όνειρο του κάθε αλχημιστή.



Ο μπαλαντέρ δέχτηκε το τριαντάφυλλο, δίχως να γνωρίζει τη σημασία του.

Το μαύρο ρόδο συμβόλιζε τον θάνατο.


Στο μεσαίωνα -λένε- πως οι αλχημιστές προσπαθούσαν να παράξουν ένα ελιξίριο

ώστε να φτιάξουν το μαύρο ρόδο και να νικήσουν

το απρόσμενο και το άπιαστο.


Παίρνοντας ο ήρωας μας το ρόδο,

ένα αγκάθι τον τρύπησε.

Σταγόνες κόκκινες κύλησαν στην τσόχα και η ντάμα γούρλωσε τα μάτια της

και χαμογελώντας ξαναχώθηκε στην τράπουλα.

Ο μπαλαντέρ κοίταξε τον κρουπιέρη.


- Απάντησε μου, τι γίνεται εδώ; Γιατί ματώνω; Γιατί φοβάμαι; Τι είμαι;

- Είσαι αυτό που κυνηγάς μικρέ μου.

- Γιατί μου έστειλες την ντάμα καρό; Τι θέλεις από μένα κρουπιέρη;

Γιατί φοράς μαύρα;

Ποιος είσαι εσύ και ανακατεύεις συνέχεια την τράπουλα;

Σε ποια παρτίδα με χώνεις; ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΜΟΥ!



Ο κρουπιέρης δεν απάντησε και συνέχισε να ανακατεύει.



Ο μπαλαντέρ κοίταξε την τρύπα από το αγκάθι.

Πρόστυχες μελωδίες πλημμύρισαν την ατμόσφαιρα

κι ένας βιολιστής χάιδευε με το δοξάρι του τις χορδές.

Τραγούδι γεμάτο νοσταλγία έκανε τον μπαλαντέρ ακόμη πιο αδύναμο.


Νιώθω αδύναμος!


Σκέφτηκε δυνατά και ξάφνου η ντάμα ξαναεμφανίστηκε μπροστά του και πάλι.

- Έλα να σε πάρω αγκαλιά όμορφέ μου μπαλαντέρ.

Μπορεί να νιώθεις αδύναμος και μόνος,

αλλά δεν είσαι. Είμαι εγώ εδώ!

Για σένα και μόνο για σένα.

Το μοναδικό πράγμα που θέλω είναι να με κάνεις να γελώ

και ο κόσμος να χειροκροτεί.

- Μα εσύ είσαι ζευγάρι με τον άσσο κούπα…;!

- Μη δίνεις σημασία εσένα θέλω πραγματικά.

Είμαι κι εγώ αδύναμη, αλλά μαζί θα τα καταφέρουμε.

Μη με διώχνεις.




Πολλαπλά και αλλόκοτα σκιρτήματα ένιωσε μέσα του από τα λόγια της.


Φτερά έβγαλε η καρδιά του και άρχισε να πετάει στα σύννεφα.

Χαρούμενα αγγελούδια χόρεψαν τριγύρω του.

Όλα ήταν σε απόλυτη ηρεμία.

Μια φωνούλα όμως μέσα του, μίλησε.


Πρόσεχε την ντάμα, μικρέ μου μπαλαντέρ.

Δεν έχει έρθει για σένα. Δεν έχει μάθει να αγαπάει.

Να σε σκοτώσει θέλει.

Άκου να μάθεις για την ντάμα καρό.

Γεννήθηκε στο βασίλειο του πάγου.

Τον πατέρα της δεν τον γνώρισε γιατί σκοτώθηκε, όταν αυτή ήταν ακόμη νεογνό.

Γεγονός που την οδήγησε στην φωλιά του λύκου.

Η Μάνα της, απλόχερα της προσέφερε τα πάντα προτού η μικρή τα ζητήσει.

Ολόκληρο το βασίλειο πρόσεχε την όμορφη πρασινομάτα

και της είχαν φτιάξει ένα όμορφο δώμα για να μένει,

γεμάτο χρυσάφια και πλουμιά.

Κουρτίνες από τους τόπους τις ανατολής και έπιπλα από τα δάση της νιότης.

Τις νύχτες όμως, κι ενώ ολόκληρο το βασίλειο κοιμόταν,

η μικρή ντάμα, δραπέτευε για να πάει να βρει τον λύκο

και να του προσφέρει, λιγάκι από την ανεμελιά της.

Χειμώνες και καλοκαίρια περνούσαν έτσι,

ως ότου η μικρή μεγάλωσε και πήρε τον λύκο στο παλάτι.

Ένα βράδυ κάποιου Χειμώνα,

ο λύκος ξεκοίλιασε ολόκληρο το βασίλειο πέρα από την ντάμα και την μάνα της.

Η ντάμα μέσα σε λυγμούς ρώτησε τον λύκο γιατί το έκανε

κι εκείνος της απάντησε.

"Μη ρωτάς γιατί…

στα μεγαλύτερα ερωτήματα της ζωής δεν υπάρχουν απαντήσεις."

Έπειτα την έσυρε μπροστά στον κρουπιέρη.

Ο κρουπιέρης την έβαλε στην τράπουλα και την ταίριαξε με τον άσσο κούπα.

Γόνος αριστοκρατών ο άσσος κούπα, υποταγμένος στα πλούτη του.

Όμορφος κατά τα λεγόμενα και γεμάτος υλικά.

Δεν ζητούσε πολλά από την ζωούλα του, ήθελε απλά να επιβιώνει

δίχως ερωτηματικά και θαυμαστικά.

στην ντάμα καρό βρήκε την οικογένεια…άλλο που δεν ήθελε κι εκείνη.

Σιγουριά.

Ο πρώτος καιρός ήταν υπέροχος.

Το τέλειο ζευγάρι. Μαζί έβγαζαν 21 και κατατρόπωναν τους αντιπάλους τους.

Η ντάμα όμως, σαν παιδάκι δεν είχε παίξει και έτσι έστησε ένα παιχνίδι.

Την μέρα τριβόταν σε ξένες αγκαλιές, και τη νύχτα επέστρεφε στον άσσο.

Άβουλη και μακιγιαρισμένη, σερνόταν και ζητούσε ενέργεια

από μπερδεμένες υπάρξεις.

Μέχρι τώρα, έχει ρουφήξει όσους στερεύουν γρήγορα

και τους παράτησε στον λύκο όταν έχαναν το νόημα τους.

Γιαυτό σου λέω μπαλαντεράκο μου, να την προσέχεις.

Σε κάνει να πιστεύεις πως είναι αδύναμη, ενώ σε ρουφάει.

Το νου σου. Δεν το κάνει εσκεμμένα, απλά, αυτό έμαθε από τον λύκο.

Είναι ευαίσθητη και έχει περάσει πολλά. Τα θέλει όμως όλα.

Πρόσεχε! Τον άσσο δεν τον αφήνει.


Η καρδιά του Μπαλαντέρ από κει που πετούσε, έπεσε απότομα στην τσόχα.

Έσκυψε και την μάζεψε.



Θέλω να κλάψω και δεν ξέρω γιατί.

Είμαι μπερδεμένος και φοβάμαι.

Νιώθω πολύ μόνος.




Είπε στην καρδιά του και η ντάμα ήρθε μπροστά του πιο όμορφη από ποτέ.

Γυμνή έσκυψε και άρχισε να το γλύφει.

Κύματα ηδονής διαπέρασαν την ραχοκοκαλιά του

και το σπέρμα του γέμισε το στόμα της.

- Σ’ αγαπώ!

Του είπε.

- Πως γίνεται; Κι ο άσσος κούπα;

- Άστον αυτόν!!! Εγώ εσένα θέλω.

Δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό. Φοβάμαι μόνη μου.



Ο Μπαλαντέρ άνοιξε τα χέρια του και την έβαλε στην αγκαλιά του.

Αρκετά μερόνυχτα έμειναν έτσι.

Ο κρουπιέρης τους κοιτούσε και γελούσε.


Καθώς περνούσαν οι μέρες κάτι παράξενο συνέβη…

η ντάμα μεγάλωνε και θέριευε κι ο μπαλαντέρ μίκραινε.

Ως που κάποια στιγμή η ντάμα του λέει:



Πρέπει να φύγω, με περιμένει ο άσσος.



Ο μικρός μπαλαντέρ σιωπηλός έσκυψε το κεφάλι.

Βαθιά μεσάνυχτα και οι λεπτοδείκτες άφηναν το πιο εκκωφαντικό τικ τακ.

Αναπάντητα ερωτηματικά φέρανε τον μπαλαντέρ μπροστά στον κρουπιέρη.

- Γιατί ρε; Πες μου…τι δεν έκανα σωστά; Τι πήγε στραβά

;


Ο κρουπιέρης δεν απάντησε και συνέχισε να ανακατεύει.

- Απάντησέ μου κρουπιέρη! ΣΟΥ ΜΙΛΑΩ!


Ο κρουπιέρης όμως τίποτα.


Μην απευθύνεις ερωτήσεις σε αυτόν φίλε μου.

Αυτός μονάχα ανακατεύει και μοιράζει.

Κοίτα και ρώτα εσένα…τι ζητάς;

Φύγε από την ντάμα καρό και ψάξε μέσα σου τι φταίει και την πιστεύεις.

Τον άσσο δεν πρόκειται να τον αφήσει,

μην παραμυθιάζεσαι.

Κάντην και μην κοιτάξεις πίσω σου.

Και να θυμάσαι το τραγούδι των κουλοχέρηδων.



Ο κακός σου εαυτός σε ξέρει καλά.

Κάθε σου κίνηση έχει μελετήσει.

Με τα δάκρυα σου χαμογελά.

Περιμένει να αφεθείς για να σε λυγίσει.


Ο κακός σου εαυτός, γνωρίζει καλά.

Κάθε σου φόβο, έχει αναλύσει.

Σε κόβει με χάδια τρυφερά.

Διαβατήριο στον βάλτο θα σου χαρίσει.


Τις λέξεις που δεν είπες τις ξέρει ήδη.

Κι ενώ σε σκοτώνει σου τάζει ταξίδι.


Ο κακός σου εαυτός έχει καταφέρει

να σε πείσει πως δεν υπάρχει.

Ξύπνα μπαλαντέρ.

Εσύ με σένα, δίνεις την μάχη.



Ο μπαλαντέρ ούρλιαξε.



ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΟΥ!!!!!!

ΑΣΕ ΜΕ! ΑΣΕ ΜΕ!!!!!!!!!!!

Η ΝΤΑΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΤΣΙ!!!!!!!!!!!

Θα τον αφήσει τον άσσο κούπα και μετά θα ζήσουμε αγκαλιά για πάντα.

Θα το δεις.



Έψαξε την ντάμα καρό μέσα στην τράπουλα.

Ρώτησε τους ρηγάδες αν την είδαν και αυτοί του απάντησαν,

πως την είδαν να χαριεντίζεται με τον πονηρό και ύπουλο βαλέ σπαθί.


Ο Μπαλαντέρ δεν το πίστεψε και ρώτησε τον ίδιο τον Βαλέ.


Είσαι τρελός; Εγώ με την ντάμα είμαστε φίλοι.


Καμιά φορά όμως άλλα ακούν τα αφτιά και άλλα βλέπει η καρδιά.

Έτσι ο μπαλαντέρ ρώτησε την Ντάμα

κι εκείνη του ορκίστηκε πως δεν τρέχει τίποτα.



Όταν όμως ο φίλος μας γύρισε την πλάτη του,

η ντάμα κι ο βαλές μπήκαν στην τράπουλα και άρχισαν τα προστυχόλογα.


Ο μπαλαντέρ που είχε στήσει αυτί,

τα άκουσε και αντίκρισε στο βλέμμα τους το παιχνίδι.


Τους ξαναρώτησε ξεχωριστά κι άλλα έλεγε ο καθένας.


Η μέσα του φωνούλα ξαναμίλησε.


Τι άλλο περιμένεις να δεις;


Κοίτα την,

επιβεβαίωση ζητάει και την ψάχνει παντού.

Όταν την πάρει φεύγει αλλά δεν κλείνει πίσω της την πόρτα

για να επιστρέψει όταν δεν θα την βρίσκει αλλού.

Είναι σαφέστατο.

Δες πως συμπεριφέρεται στον άσσο κούπα,

τα ίδια θα κάνει και σε σένα μπαλαντεράκο μου.

Κοίτα μέσα σου και ψάξε να βρεις τι σου φταίει και την αφήνεις να παίζει..

Αυτή θα κάνει και θα πει τα πάντα για να σε αποσπάσει από σένα

και να σε χαρίσει στον λύκο.

Μην αφήνεσαι άλλο.

Ξεκόλλα.

Κράτα εσένα και πάμε παραπέρα.

Υπάρχουν κι άλλες νταμες στην τράπουλα.




Η ντάμα, μόλις ένιωσε την φωνούλα να μιλάει θύμωσε

και από τα μάτια της πέταξε φίδια και νυστέρια.



Ο μπαλαντέρ γύρισε την πλάτη και κοίταξε επίμονα τον κρουπιέρη.

Εκείνος δεν μίλησε αλλά ακούμπησε στην τσόχα τον άσσο μπαστούνι.



- Γεια σου μπαλαντέρ.

Μπήκα λίγο σφήνα αλλά παρατηρώ αρκετό καιρό αυτήν την κατάσταση

και έχω να σου πω κάποια πράγματα.

Η φωνούλα μέσα σου, καλά τα λέει, απλά είναι κάπως μαλθακή

με τους χαρακτηρισμούς για την ντάμα.

Κοίτα την ρε…!


Τώρα που ζορίστηκε εκδηλώνεται.

Φίδια κρύβει και νυστέρια.

Είναι όμως πολύ μικροσκοπική αν δεις τα πραγματικά σου θέλω.

Γιατί τα έχεις βάλει με την πάρτη σου;

Κάπου σε έχασες μέσα στις παραστάσεις σου;

Ξεκόλλα λέμε! Αλλιώς σε θυμάμαι.

Ήσουν αιθέριος και αδάμαστος.

Τι γυρεύεις τώρα με τούτο το ξεκωλάκι;

Αυτήν άστη για μένα.

Εσύ φύγε και μάθε να τα παίζεις όλα ή τίποτα.

- Και ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις τι να κάνω;

- Είμαι ο Άσσος μπαστούνι.

Γιος ενός βαρκάρη που πηγαινοέρχεται στις 2 όχθες νύχτες με πανσέληνο.

Για τους θνητούς είμαι το αγαπημένο και πιστό χαρτί του θανάτου!

Για σένα είμαι το τέλος αυτής της ιστορίας.

Σταμάτα και βγες από το παιχνίδι

όσα έδωσες, έδωσες. Ξέχασε τα!

Όχι άλλα.

Αυτή θα κάνει τα πάντα για να κρατήσει κι εσένα και τον άσσο κούπα.

Θα σε γεμίσει με ψέματα όπως κάνει ήδη.

Κι εσύ μαλάκα της δίνεις απλόχερα…εσένα.


Δες καλά ρε… δεν έχει ηθικές αξίες.

Είναι με τον άσσο κούπα, τραβιέται με σένα και καυλαντίζει και με τον βαλέ σπαθί.

Όταν γυρνάς την πλάτη σου.

Γιατί εθελοτυφλείς ρε μαλάκα; Ε;

αφού δεν μπορείς να την εμπιστευτείς και το ξέρω.

φόρα την κόκκινη στολή σου και φύγε δίχως εξηγήσεις.

- μα την αγαπάω και με προσέχει. Είναι τρυφερή, στοργική και όμορφη.

Δεν μπορεί να είναι τόσο φθονερή.

- Μα καλά…τόσο αγαθός είσαι;

Ντάμα καρό σημαίνει παράνοια, τρέλα και φθόνος.

Στο είπα δεν αγαπάει.

Ενέργεια θέλει για να την δώσει στον λύκο της.

θα κάνει τα πάντα για να την πάρει.

Στοιχειώνει ψυχές και καίει ορχιδέες στο πέρασμα της.

Ξεκόλλα!

Τρώει φωτιές κι επωμίζεται κόπους

Για σκέψου τι κάθεται και λέει στον δικό της ενώ φεύγει από σένα..

Και που είσαι… έτσι είναι…μην έχεις την ψευδαίσθηση πως θα αλλάξει.

Ακόμα και την μάνα της παίζει και την φέρνει σαν πρόσχημα

στα παιχνίδια της με τους άλλους.

Τώρα σου τάζει αγάπες αλλά σε λίγο καιρό θα σε βρίζει και θα σε λεει αχαριστο.

Ούτε τον εαυτό της δεν σέβεται και τον χαρίζει στον λύκο μαζί με κάθε πεθυμιά

της.

Δεν ξερει να διεκδικει. Σου αξιζει κατι τετοιο; Σκεψου.

Κι εσύ φταις που ενώ το ήξερες χώθηκες στην παρτίδα.

'Η μήπως φοβάσαι να αναμετρηθείς με τις ενοχές σου

για όσα έκανες στον εαυτό σου;

Δεν πειράζει, πάρε τα καΐδια σου και δρόμο.


Μόνο αυτό αρκεί.

- γιατί μου τα λες όλα αυτά;

- Γιατί με έστειλε ο κρουπιέρης, να πάρω κάποιον από τους δυο σας.

Αποφάσισε λοιπόν μπαλαντερ…εσύ ή αυτή;



Ο μπαλαντέρ ζήτησε λίγο χρόνο.




Η ντάμα πίσω του,

τον χάιδευε στην ραχοκοκαλιά και του έγλυφε τον λαιμό.

Πρόστυχα λόγια, του ψιθύριζε και τριβόταν πάνω του.

- Μην τον ακούς αγάπη μου.

Δεν καταλαβαίνει πως είμαστε ο ένας για τον άλλον.

Ζηλεύει γιατί είναι καταδικασμένος να κουβαλάει ψυχές.

Κοίτα τον πόσο κακός είναι.

Έλα σε μένα και μαζί θα νικήσουμε τον άσσο μπαστούνι.

Θέλω να σε γλύψω και να με πάρεις από παντού.

Παίξε μαζί μου, είμαι πολύ υγρή.




Ο μπαλαντέρ έκανε ένα βήμα κοντά της,

μα η φωνούλα μέσα του δήλωσε παρουσία.



- κοίτα πόσο φοβάται μη σε χάσει.

Δεν υπάρχει.

Εσύ την τρέφεις.

Εσύ την συντηρείς.

Φύγε τώρα... κι αν φοβάσαι την μοναξιά,

να σου θυμίσω πως και με αυτήν μόνος σου είσαι,

ή μήπως όχι;

Για σκέψου καλά.

Άστην τώρα… και όμορφες μέρες σε περιμένουν.

Άστην στον άσσο μπαστούνι.

Αυτο της αξιζει.

Μάζεψε τα κομμάτια σου και πάμε παρά πέρα.

Έχουμε αργήσει.

Αποφάσισε... εσύ ή αυτή;

- μα γιατί κάποιος από τους δύο;

- Γιατί αυτή κοιτάει μόνο τον εαυτό της και τον λύκο τόσο καιρό.



Ο μπαλαντέρ έπιασε την ντάμα από την μέση

και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.




Κολλάω παντού…κολλάω και δεν μπορώ να ξεκολλήσω.

Έλα να χορέψουμε ομορφιά μου.

Έλα στη λάσπη να πέσουμε.

Να γίνουμε σκόνη.

Έλα να χορέψουμε παθιασμένα,

ρομαντικά πισωκολλητά.



Η ντάμα άρχισε να λικνίζεται υγρή και τρομαγμένη.



Μ' αρέσει, μα με τρομάζει ο χορός σου μπαλαντέρ.

Ηδονή νιώθω καθώς με αγγίζεις μα νιώθω και φόβο.

Έλα να χορέψουμε.



Και αφέθηκαν στις δυνατές μελωδίες ενός βαλς.

Αφημένοι στις κινήσεις του πάθους,

έμπαινε ο ένας μέσα στον άλλον και γινόντουσαν ένα.

Φλεγόμενες στιβάδες παραδομένες στο σύμπαν τους.


Ο χορός τέλειωσε και ο μπαλαντέρ κοίταξε τον άσσο μπαστούνι.

- Πάρε εμένα!

- Ακόμη θυσιάζεσαι για αυτήν;

- Ναι! Πάρε εμένα! Τώρα!



Ο άσσος κάρφωσε τον μπαλαντέρ και το φεγγάρι μάτωσε.

Η φωνούλα σώπασε και ουρλιάξανε τα σκιάχτρα.

Σκιές μανιασμένες πετάξαν και το σώμα του ήρωα σωριάστηκε στην τσόχα.

Η ντάμα μέσα σε λυγμούς άρπαξε φωτιά.


Ο κρουπιέρης πήρε άλλη τράπουλα και ο σαλτιμπάγκος κοίταξε τον παραμυθά.

- τι έχεις να πεις παραμυθά;

- Τι θέλεις να πω σαλτιμπάγκε;

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια όμορφη κοπέλα γεμάτη ανασφάλειες.

Φοβόταν να δεθεί με κάποιον κι έτσι έπαιζε με πολλούς.

Ουσιαστικά όμως τον εαυτό της κορόιδευε.

Αδύναμη όσο τα πούπουλα στον άνεμο.

Μικροσκοπική όσο το μόριο στο σύμπαν.

Παράξενη όσο ο φόβος της.

Τον μπαλαντέρ τον ερωτεύτηκε στα αλήθεια

αλλά δεν είχε τον τρόπο να του το δείξει.

Βασικά δεν ήξερε πώς να δείξει τι νιώθει.

Έκανε τα πάντα για να αμυνθεί στην ομορφιά και να βολεύεται στην μελαγχολία.

Τραγική φιγούρα.

Και ηταν τοσο απλο...να ειναι μαζι του...!

- Κι ο μπαλαντέρ;

- Ο μπαλαντέρ τι;

Αδύναμος όσο η ντάμα, μπηκε στο παιχνιδι ενω ηξερε τι γινοταν,

συνάμα ομως τόσο δυνατός

που θυσιάστηκε για να βάλει τέλος στο εφιαλτικό παραμύθι.

Ένα πράγμα δεν θα μάθουμε ποτέ.

Την ερωτεύτηκε στα αλήθεια την ντάμα κούπα

ή μήπως αναμετρήθηκε με τις αδυναμίες του

ζώντας απλά έντονες καταστάσεις;

Όπως και να έχει,

λέω να φύγω από αυτό το μέρος,

δεν υπάρχει κάτι να με κρατήσει πια

- που πας;

- Πάω στο καταφύγιο μου σαλτιμπάγκε.

Καινούργια χρονιά ξημερώνει

και θέλω να δω τον ορίζοντα από το παράθυρο μου.

Γεια σου.





Ο παραμυθάς περπάτησε στην τσόχα κι έγινε πουλί.

Πέταξε πάνω από πολύχρωμες κοιλάδες και μπαλκόνια γεμάτα λαμπιόνια.

Τα έβαλε με το ανέφικτο διατηρώντας την ελπίδα του μέχρι τέλους.

Κάθισε πάνω σε ένα πεφταστέρι και πέφτοντας έκανε μια ευχή.




Θέλω να ηρεμήσω.

Θέλω καθαρές καταστάσεις,

απλές,

χαρούμενες

και όμορφες.


Το θέλω!!!






Το αστέρι έπεσε και καρφώθηκε στην κορυφή

του χριστουγεννιάτικου δέντρου του .



Ο παραμυθάς βγήκε από τον καθρέφτη κι επέστρεψε στο σαλόνι του.

Αγκάλιασε την γυναίκα του και κάθισε στην πολυθρόνα χαμογελαστός.

Πήρε μια τράπουλα στα χέρια του

και ξεχώρισε τον κόκκινο μπαλαντέρ και την ντάμα καρό.

Κοίταξε την γυναίκα του.

- Αγάπη μου σου έχω πει την ιστορία για τον μπαλαντερ και την ντάμα καρό;

- Όχι μωρό μου.

- Ωραία, κάποια στιγμή, όταν περάσει ο καιρός θα στην πω.

Απόψε αλλάζει ο χρόνος και το μόνο που θέλω,

είναι να σε δω να γελάς, να με προσεχείς και να χτίσουμε παρέα μια νέα αρχή.

Αυτή η χρονιά να είναι η πιο γεμάτη από όλες τις προηγούμενες.

Η πιο δημιουργική και ταλαντούχα.

Αν κάπου - κάπου αισθάνεσαι λίγη

έλα στην αγκαλιά μου.

Αν από έρωτα σφύζεις, μοιράσου τον μαζί μου.

Πάμε το πιο όμορφο ταξίδι στην αγάπη...


...κι αν στα παραμύθια μου πεθαίνει ο πρωταγωνιστής,

αυτό γίνεται γιατί στην πραγματικότητα ζει και βασιλεύει.


Κι αν για λίγο γονατίζει

είναι για να ξεκουραστεί κι έπειτα συνεχίζει...


Όμορφος-αδάμαστος και λαμπερός.










σΤΕΛΙΟΣ τΣΑΦΟΣ

2009

ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΗ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!


προφιλ του sigmataf

My photo
athens, center, Greece
www.myspace.com/sigmatafmusic